Εκδήλωση: Αγώνας στο restaurant Banquet & αυτόνομοι εργατικοί αγώνες

23 Νοεμβρίου, 2010

Εκδήλωση Συζήτηση

Αγώνας στο restaurant Banquet
και αυτόνομοι εργατικοί αγώνες
Σε ένα περιβάλλον κρίσης του συστήματος, πτώχευσης του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού και επισφαλειοποίησης των ζωών μας, ποιός είναι ο ρόλος, τα χαρακτηριστικά και οι στόχοι αυτόνομων εργατικών αγώνων.
Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010 στις 20.00 στην Φάμπρικα Υφανέτ
Café La Rage
εισήγηση

Α Μέρος

Αυτόνομοι αγώνες σε ένα περιβάλλον κρίσης.

Εδώ και  8 μήνες τουλάχιστον βιώνουμε όλοι μας μια άνευ προηγουμένου επίθεση.  Οι απολύσεις , 1400 περίπου την ημέρα σε όλη την ελλάδα, τα τετραήμερα με μειωμένες αποδοχές, οι περικοπές στις αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων, οι διαθεσιμότητες, το πληρώνω όποτε εγώ θέλω του αφεντικού. Όλα αυτά αποτελούν καθημερινότητα για όσους είτε ως άνεργοι, είτε ως  εργαζόμενοι –μαύροι, ελαστικοί, σταθεροί, μόνιμοι, μπλοκάκηδες, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να πουλήσουν την εργασία τους για να ζήσουν. Παράλληλα οι επίσημες συνδικαλιστικές οργανώσεις μακριά από αυτές τις εμπειρίες και ως δεκανίκι του συστήματος δεν έχουν καλέσει ούτε σε μια απεργία διαρκείας προσπαθώντας να εκτονώσουν την κοινωνική οργή με ασύνδετες και χωρίς κόστος απεργιακές κινητοποιήσεις.  Σε αυτές τις συνθήκες λοιπόν εμφανίζονται εργατικοί αγώνες από τα κάτω . Από την απόλυση του Παλαιστίδη στις εκδόσεις Άγρα,  μέχρι του αιγυπτίους αλιεργάτες και το banquet, υιοθετούνται (λιγότερο ή περισσότερο) μορφές άμεσης δράσης, καλούνται απεργίες και στάσεις εργασίας μέσα από διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας. Ξεκινώντας από αυτό το υλικό του σήμερα και βλέποντας την επίθεση να γίνεται όλο και πιο σφοδρή μας ενδιαφέρει αρχικά να εξετάσουμε πως θα καταφέρουμε οι εμπειρίες αυτών των αγώνων να κυκλοφορήσουν σε ένα μαχόμενο προλεταριάτο.  Πως μικροί εργατικοί πυρήνες, αυτόνομα σωματεία και σχέσεις αλληλεγγύης θα μπορέσουν να επικοινωνήσουν για να «βγουν» νέοι αγώνες. Πώς χωρίς να αποτελούμε τους γραφικούς αγωνιστές που είναι παντού και πάντα θα ενδυναμώσουμε την εργατική αυτονομία;

Σε αυτό το πλαίσιο τοποθετούμαστε σε μια σειρά ζητημάτων που προκύπτουν μέσα από τη εμπειρία της συμμετοχής  σε αγώνες όπως το banquet (που η ομάδα μας στήριξε και κάποια άτομα συμμετείχαν στην επιτροπή αλληλεγγύης) αλλά και από την καθημερινή κόντρα του καθενός και της καθεμιάς μας με το αφεντικό του.

– Το σωματείο.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Συναντούμε τρεις τύπους σωματείου:

Α. Τα σωματεία σφραγίδες τα οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων συγκροτούνται μέσα από κεντρικές γραφειοκρατικές διαδικασίες, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, τις παρατάξεις και την εκλογική διαδικασία όπου αυτές ανταγωνίζονται για τον έλεγχο του σωματείου. Μέσα από την μικρή εμπειρία μας,  βλέπουμε ότι η μορφή του κλασσικού σωματείου όπου ελέγχεται από ένα ΔΣ παρατάξεων και κομματικών συσχετισμών είναι αυταπάτη να πιστεύουμε ότι μπορεί να διεμβολιστεί. Τα περισσότερα σωματεία αυτής της μορφής δεν έχουν στόχο να συμβάλουν στον αγώνα. Από τη στιγμή που αγώνας δεν μπορεί να μεταφραστεί σε πολιτικά κουκιά στέκονται εχθρικά και τον συκοφαντούν, είτε προσπαθούν να το διαχειριστούν καλύτερα για παραταξιακούς σκοπούς. Αν θέλουμε να προωθήσουμε την εργατική αυτονομία αναπόφευκτα θα βρεθούμε αντιμέτωποι.

Β. Τα πρωτοβάθμια σωματεία που -προφανώς λόγω της ενεργή δουλειάς κάποιων συνδικαλιστών- οι αποφάσεις του ΔΣ επιδιώκεται να στηρίζονται στις αποφάσεις της βάσης. Στην πλειοψηφία τους ελέγχονται από εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις της αριστεράς. Σε πολλές περιπτώσεις, όταν μπαίνουν κεντρικά πολιτικά ζητήματα από τις οργανώσεις, παρακάμπτεται η βάση (κλασικό φαινόμενο οι πολλές υπογραφές σωματείων σε μια πορεία όπου απουσιάζει η βάση όχι όμως οι πολιτικοποιημένοι). Σε αυτή την κατηγορία εμφανίζονται φωτεινές εξαιρέσεις, όπως το σωματείο της ΠΕΚΟΠ, που επιδιώκουν να ανοίξουν αγώνες και όχι να τους περιορίσουν στα δικά τους πλαίσια. Παρόλα αυτά, η μορφή του πρωτοβάθμιου τυπικού σωματείου έχει δείξει τα όρια της, αφού εξαρτάται από τη μορφή του ΔΣ και τα μέλη του, επομένως και τις προθέσεις του. Υπάρχουν παραδείγματα ενεργών σωματείων που διατηρούσαν την παραταξιακή εκλογική διαδικασία και διεμβολίστηκαν αρνητικά περνώντας στον έλεγχο του ΠΑΜΕ. Στάθηκε, δηλαδή, αδύναμο απέναντι σε ένα συγκροτημένο κομματικό μηχανισμό που έχει τη δυνατότητα να μεταλλάσσει το σωματείο σε σωματείο σφραγίδα ή σε ένα ολοκληρωτικά ελεγχόμενο σωματείο από κομματικούς μηχανισμούς.

Γ. Τα σωματεία βάσης ή τα αυτοοργανωμένα σωματεία. Κινούνται με βάση την ενεργή συμμετοχή των μελών στη γενική συνέλευση, χρησιμοποιούν τυπικά το Δ.Σ. το οποίο δεν μπορεί να αποφασίζει μόνο του και σε πολλές περιπτώσεις «διορίζεται» με κοινή συμφωνία των μελών και όχι με εκλογές. Και όχι μόνο αυτό, προσπαθούν να αναπτύξουν σχέσεις μέσα από μια αγωνιστική καθημερινότητα στους χώρους εργασίας καλώντας σε μοιράσματα, σε αποκλεισμούς, δράσεις και εκδηλώσεις. (Όπως το σβεόδ και το σωματείο σερβιτόρων μαγείρων στην Αθήνα).

Ένα ζήτημα που αφορά γενικά την μορφή σωματείο είναι η μονόπλευρη απεύθυνσή του στον κλάδο του. Σαν δομή ενώ μπορεί θεωρητικά να ενισχύσει τους αγώνες και την οργάνωση σε επίπεδο βάσης, ανάλογα βέβαια και πως θα επιλέξει να συγκροτηθεί, εξακολουθεί να αναπαράγει τους διαχωρισμούς στην εργασία, ακόμα και σε εργαζόμενους της ίδιας επιχείρησης. Προφανώς υπάρχει πάντα η αξία της αλληλεγγύης που μπορεί να σπάσει αυτούς τους διαχωρισμούς αλλά αυτή όπως θα δούμε πολλές φορές «αναλαμβάνεται» από πολύ συγκεκριμένους ανθρώπους τους/τις ήδη πολιτικοποιημένους/ες.

– Επιτροπή αγώνα

Η επιτροπή αγώνα αποτελεί μια πρώτη απάντηση στα αδιέξοδα του σωματείου (αν υπάρχει) που συνήθως ελέγχεται κομματικά. Από την άλλη λόγο της αλλαγής στην σύνθεση της εργασίας και τον κατακερματισμό των εργασιακών χώρων στην μητρόπολη δίνει τη δυνατότητα θεωρητικά τουλάχιστον να συσπειρωθούν αλληλέγγυοι από επιχειρήσεις του ίδιου ή άλλου κλάδου προσπερνώντας τα εμπόδια που βάζει το κλαδικό σωματείο. Θεωρητικά είναι ο τόπος  που παίρνονται συλλογικά οι αποφάσεις, επικοινωνείται το περιεχόμενο του αγώνα και μπορεί να συμμετάσχει με ίσους όρους όποιος θέλει να αγωνιστεί ενάντια στα αφεντικά.

Αυτά στη θεωρία, καθώς στην πράξη η επιτροπή συσπειρώνει υποκείμενα που επιθυμούν να αγωνιστούν αλλά δεν συνδέονται οργανικά με τα ζητήματα τις συγκεκριμένης μορφή που παίρνει η καπιταλιστική σχέση στο εργοστάσιο του επισιτισμού για παράδειγμα. Η εργασιακή συνθήκη εκμετάλλευσης είναι ίδια για όλους τους επισφαλείς αλλά είναι διαφορετική η τεχνική σύνθεση του κάθε κλάδου. Για παράδειγμα, είναι διαφορετικά τα προβλήματα των εργαζομένων σε ένα πολυκατάστημα και διαφορετικά σε ένα γραφείο. Προφανώς και αυτή η διευρυμένη συνάντηση είναι θετική, όμως κρίνεται αρνητική στο βαθμό που δεν μπορεί να ανοιχτεί μια συζήτηση για τα συγκεκριμένα ζητήματα του εκάστοτε κλάδου, ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν βάση για εξάπλωση του αγώνα.

Όμως και πάλι, στην πράξη, οι επιτροπές αλληλεγγύης που  καλούνται από πολιτικές- κομματικές  οργανώσεις είναι αναμενόμενο να αποτελέσουν πολιτικά μέτωπα αλληλέγγυων. Από εκεί και πέρα όμως, η εμπειρία δείχνει ότι συνήθως δημιουργείται μια άλλου τύπου διαμεσολάβηση: των εργαζομένων από τον πολιτικό σχηματισμό που κυριαρχεί στην επιτροπή αλληλεγγύης. Συνέπεια αυτής της συνθήκης είναι να μετατρέπεται η συνέλευση σε άτυπο κοινοβούλιο πολιτικών σχηματισμών και αντιλήψεων οι οποίες αντί να εστιάζουν στην θέληση και στις επιλογές των ίδιων των αγωνιζόμενων εργαζομένων προσπαθούν να περάσουν την δική τους «γραμμή» ανεξάρτητα αν αυτή είναι πιο αριστερή ή πιο αυτόνομη και αντιεξουσιαστική.

Από την άλλη όπως είδαμε και στην επιτροπή αλληλεγγύης του banquet σχεδόν ποτέ δεν συζητιόταν η καθημερινή εμπειρία της σύγκρουσης με το αφεντικό, τα ζητήματα που μπαίνουν στο χώρο εργασίας και το πώς αντιμετωπίζονται . Από τη στιγμή που οι επιτροπές αλληλεγγύης αποκτούν αυτό τον μετωπικό χαρακτήρα αναλώνονται σε ένα στρατηγισμό που διεξάγει ένα αγώνα εντυπώσεων με το αφεντικό αλλά δεν μεταφράζεται σε σχέσεις με άλλα υποκείμενα.  Ακόμη ακόμη και ο τόπος διεξαγωγής των συναντήσεων των επιτροπών έχει τη σημειολογία του.  Στο εργατικό κέντρο αν δεν είσαι μέλος κάποιας  παράταξης ενός σωματείου πρέπει να κλείσεις αίθουσα και να πληρώσεις.

Εν τέλει, η επιτροπή αγώνα-αλληλεγγύης θέλει μια νοηματοδότηση από την αρχή. Αποτελεί μια ουσιαστική δομή ξεπεράσματος του σωματείου και των διαχωριστικών γραμμών του κάθε κλάδου αλλά ο ρόλος και ο τόνος των εξελίξεων πρέπει να δίνεται από του εργαζόμενους. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι ο τρόπος που λειτούργησε η επιτροπή αλληλεγγύης στον αγώνα των εργαζομένων του banquet. Κάποιοι εργαζόμενοι συμμετείχαν στην αρχή ενεργητικά και στη συνέχεια υποστηρικτικά με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί η λογική ότι η προπαγάνδα, το ταμείο αλληλεγγύης, οι διαδηλώσεις δεν είναι δικιά τους δουλειά. Υπάρχουν οι κουβαλητές-στρατευμένοι και οι ανήμποροι εργαζόμενοι.  Έτσι, χάθηκε η ουσιαστική επικοινωνία των περισσότερων ατόμων της επιτροπής με τους εργαζόμενους, και υπήρξε δυσκολία στα  κρίσιμα σημεία του αγώνα να παρθούν αποφάσεις ακολουθώντας ένα τυφλοσούρτη. Τελικά, καλό είναι να υπάρχει προσωπική επαφή με τους αγωνιζόμενους εργαζόμενους, για να μπορείς να τους εκθέσεις το τι σκέφτεσαι και τι πιστεύεις. Φυσικά, σε καμία περίπτωση να μην γίνεται πλύση εγκεφάλου, αλλά σε ένα ανθρώπινο επίπεδο πέρα από την επιτροπή να αναπτύσσονται σχέσεις.

Τέλος, η επιτροπή αλληλεγγύης και γενικότερα οποιαδήποτε επιτροπή την συγκαλεί μια οργάνωση ή συνέλευση με σκοπό τη στρατηγική επίλυση κάποιων πρακτικών ζητημάτων, έχοντας αποφασίσει από πριν το πολιτικό πλαίσιο, αναλαμβάνει το διαχωρισμένο ρόλο της εκπλήρωσης πολιτικών σχεδίων και σκεπτικών. Για το λόγω αυτό είναι προτιμότερο να καλείται μια ανοιχτή συνέλευση αγώνα-αλληλεγγύης για να μπαίνει ξεκάθαρα από την αρχή ότι οι αλληλέγγυοι/ες δεν είναι μόνο κουβαλητές διαχειριστικών προβλημάτων, αλλά άνθρωποι που συνειδητά θέλουν να αγωνιστούν επί ίσοις όροις και θα συνδιαμορφώσουν  συλλογικά πάνω σε απόψεις και όχι σε κομματικές γραμμές.

Αγώνες, εργαζόμενοι και αλληλέγγυοι.

Οι περισσότεροι αγώνες που ξεπηδούν αδιαμεσολάβητα τα τελευταία χρόνια σπάνια αφορούν χώρους εργασίας με μεγάλο αριθμό εργαζομένων και με ένα συμπαγές υποκείμενο αγώνα (π.χ ένα μεγάλο εργοστάσιο, χωρίς να σημαίνει ότι εκεί δεν υπάρχουν απολύσεις και αγώνες αλλά εκεί έχει το πάνω χέρι το ΠΑΜΕ και δεν έχουμε εικόνα του τι συμβαίνει). Οι εργαζόμενοι-εργαζόμενες του ιδιωτικού τομέα βρίσκονται κατακερματισμένοι σε χώρους εργασίας με μικρό αριθμό ατόμων όπως γραφεία και καταστήματα του τριτογενούς τομέα, σε πολλούς και διαφορετικούς κλάδους.  Εξαιτίας αυτής της συνθήκης πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν οι αλληλέγγυοι στην πίεση που ασκούν οι αγωνιζόμενοι στην εργοδοσία. Το πρόβλημα που έχει εμφανιστεί σε πολλές περιπτώσεις, και σε αυτή του banquet, είναι η απεύθυνση του αγώνα να περιορίζεται στις σφαίρες τις πολιτικής επιρροής των αλληλέγγυων.  Έτσι συνήθως προκρίνεται μια στρατηγική που ποντάρει σε μια αλληλεγγύη συνειδητοποιημένων συντρόφων.  Σίγουρα πλεονέκτημα αυτής της στρατηγικής είναι ότι υπάρχει ένας αριθμός στρατευμένων που άμεσα κινητοποιείται.

Κατ’ επέκταση αυτό μπορεί να δημιουργήσει κόστος στις απόπειρες κοινωνικοποίησης και κυκλοφορίας του αγώνα. Επίσης το ότι δημιουργείται μια ανεκτή απεύθυνση, μια στοιχειώδης αλληλεγγύη και ένας ικανοποιητικός κόσμος που συσπειρώνεται και «τρέχει», μπορεί να επαναπαύει του εργαζόμενους. Έτσι περιορίζεται η προοπτική τις σύνδεσης με άλλους εργαζόμενους εκτός πολιτικών ταυτοτήτων καθώς επίσης και η ενεργή συμμετοχή των άμεσα εμπλεκόμενων εργαζομένων. Ουσιαστικά ο αγώνας κυκλοφορεί σε πολιτικούς κύκλους και το πολύ μέσα  σε παρεμφερείς χώρους. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανοιχτή επιτροπή αλληλεγγύης ουσιαστικά είναι ανοικτή σε πολιτικούς χώρους. Το ερώτημα που μπαίνει λοιπόν είναι με ποιον τρόπο μπορούν διαδικασίες αγώνα σε εργασιακούς χώρους να ανοίξουν και να κυκλοφορήσουν, να μοιραστούν εμπειρίες, αγωνίες και ανάγκες και πάνω σε αυτή τη βάση να στήσουν την αντιπαράθεση τους. Ο αγώνας του banquet για παράδειγμα ενώ ανέδειξε τα προβλήματα του κλάδου του επισιτισμού και  όλοι οι εργαζόμενοι στα bar και εστιατόρια της πόλης τον γνώριζαν για κάποιους λόγους δεν ήρθαν σε καμία επιτροπή αλληλεγγύης.

Επομένως, ίσως κάτι έγινε λάθος, οι εργαζόμενοι πέρα από το συγκεκριμένο κατάστημα δεν ενδιαφέρθηκαν να συμμετάσχουν στον αγώνα, δεν βρήκαν το συνδετικό νήμα και την κοινή μοίρα.  Γενικότερα, υπάρχει και η ατομική ευθύνη του κάθε εργαζόμενου/ης και ότι τα τελευταία 30 χρόνια έχει χαθεί η αγωνιστική κουλτούρα στους χώρους εργασίας. Παρόλα αυτά, ίσως έπρεπε να μπει μια γενικότερη διεκδίκηση που να αφορά όλους τους εργαζομένους στην περιοχή του κέντρου της θεσσαλονίκης, ώστε να μπορεί ο καθένα/μια να αγωνιστεί στο δικό του χώρο εργασίας. Ίσως επίσης θα έπρεπε να υπάρχει από πριν εντονότερη «δουλειά» απεύθυνσης σε αυτούς τους χώρους, είτε από το σωματείο (κάτι ανέφικτο αφού του επίσημο σωματείο κυριαρχείται από το ΠΑΜΕ), είτε από εργατικές ομάδες είτε από το σωματείο βάσης σερβιτόρων μαγείρων. Και φυσικά απεύθυνση σε μια λογική που εστιάζει στα συνολικά ζητήματα του κλάδου και όχι μόνο σε συγκεκριμένα μαγαζιά. Βέβαια ακόμα και η στιγμή του αγώνα είναι μια ευκαιρία να ανοιχτούν τα ζητήματα αρκεί να το επιθυμούν όσοι συμμετέχουν σε αυτόν.

Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις κινήσεις εργαζομένων στον Καφεναί και στο Βαρκελονίκι που συνέπεσαν με τον αγώνα στο Banquet και επωφελήθηκαν θετικά σε σχέση με τις διεκδικήσεις τους. Όμως θεωρούμε ελλειμματική την διαδικασία στο πως συνδέθηκαν αυτές οι κινητοποιήσεις. Δεν υπήρξε ουσιαστικά μια κοινή διαδικασία και η σύνδεση έγινε κυρίως σε επίπεδο εντυπώσεων.

Φυσικά πρέπει να επισημάνουμε ότι οι μορφές οργάνωσης είναι δυναμικές πράγμα που σημαίνει ότι συνυπάρχουν όλα τα παραπάνω στοιχεία, απλώς στο παράδειγμα του αγώνα του banquet και ειδικά στο τέλος η διαχωρισμένη αντίληψη της επιτροπής αλληλεγγύης με την απουσία των εργαζομένων επικράτησε.

– Μορφές αγώνα και υποστήριξης.

Ταμείο αλληλεγγύης: Τους 6 μήνες που συμμετείχαμε στον αγώνα των εργαζομένων  βρήκαμε τους τρόπους να υποστηρίξουμε υλικά 7-8 εργαζόμενους σε ένα στοιχειώδη αλλά πολύ ουσιαστικό για τους ίδιους βαθμό. Η λειτουργία ενός ταμείου αλληλεγγύης αποτέλεσε πολύ σημαντική δικλείδα φερεγγυότητας των αλληλέγγυων προς τους εργαζόμενους, δημιουργώντας μια διαφορετική κουλτούρα και απατώντας συλλογικά σε ατομικά προβλήματα. Η εμπειρία αυτή είναι πολύ σημαντική καθώς ο οικονομικός εκβιασμός και το αδιέξοδο είδαμε στην πράξη ότι μπορεί να απαντηθεί μέσα από την αλληλεγγύη

Αποκλεισμοί: Η μορφή του καθημερινού αποκλεισμού που υιοθετήθηκε αποτέλεσε ένα ακόμη «νέο»  πεδίο εμπειρίας πάνω σε αγώνες. Η πίεση που ασκήθηκε σε ένα αδιάλλακτο αφεντικό ήταν τεράστια. Η μορφή του αγώνα με την συνέπεια που τι διέκρινε κατάφερε να γνωστοποιήσει το ζήτημα, να ασκήσει κοινωνική πίεση δυσφημώντας το προφιλ της επιχείρησης ενώ ταυτόχρονα προκαλούσε μεγάλη οικονομική ζημιά. Έξω από το banquet δημιουργήθηκε ένας ανοιχτός χώρος αγωνιστικής συνάντησης. Οι κουζίνες που έγιναν από έξω έσπασαν το μοτίβο της αντιπαράθεσης ανοίγοντας νέους τρόπους αλληλεγγύης και κυκλοφορίας του αγώνα. Από εκεί και πέρα η αδυναμία να εμπλουτιστούν οι αποκλεισμοί με πιο δημιουργικές για τους συμμετέχοντες μορφές τις κατέστησαν βαρετές. Δεν αναζητήθηκαν άλλοι τρόποι αντιπαράθεσης χωρίς φυσικά αυτό να αποτελεί ευθύνη του συγκεκριμένου αγώνα.

Αντιπαράθεση:

Στις περισσότερες των περιπτώσεων που ένας αγώνας κινείται στα όρια της θεσμικής του διάστασης προκύπτουν στιγμές σύγκρουσης είτε με την εργοδοσία είτε με την κρατική καταστολή, είτε ακόμα και με άλλες μορφές τρομοκρατίας. Δε θεωρούμε ότι η βία είναι μαγική, ούτε ότι η βίαιη αντιπαράθεση είναι η λύση για όλα. Παρόλα αυτά σε πρόσφατους αγώνες όπως με την Κ.Κούνεβα αλλά και με το via vai αναδείχθηκε  μια διαφορετική πτυχή της απάντησης στη βία των αφεντικών.

Σε ένα κατάστημα κάτεργο όπως το banquet θα μπορούσε τουλάχιστον να συζητηθεί και αυτή η επιλογή, σε ένα επίπεδο τουλάχιστον απειλής κλεισίματος του μαγαζιού. Η παθητική οσιομαρτυρική στάση μας απέναντι στους μπράβους του φιόρου και του στροίβα, που τραμπούκησαν μέλη της επιτροπής αλληλεγγύης, που μας κινηματογραφούσαν,  μας πετούσαν αυγά και μας απειλούσαν, σίγουρα δε μας ωφέλησε σε κάτι. Πόσο μάλλον έδωσε πάτημα στα αφεντικά να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων και να συνεχίσουν τη στρατηγική τους  με τις μηνύσεις. Η βίαιη αντιπαράθεση δε νοείται στα πλαίσια της προσωπικής μας εκτόνωσης, για να πέσουμε στις προβοκατόρικες παγίδες των αφεντικών. Το θέμα είναι η αντιπαράθεση αυτή να έχει μία λογική στρατηγική που να δίνει  την πρωτοβουλία των κινήσεων στους εργαζόμενους, να καταδείξει ότι δεν υπάρχουν μόνο τα νομικά τερτίπια  αλλά η συλλογική αντιμετώπιση των προβλημάτων στους χώρους εργασίας μπορεί να δοθεί με πολλούς τρόπους από τους εργαζόμενους. Στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα δεν μπορέσαμε να βρεθούμε σε μία πρόσωπο με πρόσωπο συζήτηση και εκτίμηση της κατάστασης με τους ίδιους τους εργαζόμενους. Ακόμα και αν καταλήγαμε σε ήπιες κινήσεις, το άνοιγμα της συζήτησης για πιθανές δράσεις όπως κατάληψη-αυτοδιαχείριση του μαγαζιού ή δυναμικός αποκλεισμός μπορεί να έβαζαν νέα δεδομένα στις μεταξύ μας σχέσεις και ίσως να μας έδινε την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Νίκη του αγώνα ή ήττα,

Η νίκη/ήττα είναι σχετικές, ανάλογα πως θέλει να βαφτίσει κανείς το αποτέλεσμα ενός αγώνα. Σίγουρα, η υλική νίκη είναι σημαντική για τους ίδιους τους εργαζόμενους σαν άτομα, ώστε να πληρωθούν τα χρωστούμενα, να πάρουν τα ένσημα, να επαναπροσληφθούν. Παρόλα αυτά, κανείς άλλος δεν «κερδίζει» κάτι.

Είναι θετικό να υπάρχει μια υλική ή ηθική νίκη σε έναν αγώνα. Είναι σημαντικό για τα ίδια τα υποκείμενα που δίνουν συλλογικά μια μάχη με το ή τα αφεντικά τους να έχουν ένα καλό αποτέλεσμα και να μην συντριβούν ψυχικά και οικονομικά. Παρόλα αυτά, υπάρχουν και δυναμικοί αγώνες που ηττούνται και μάλλον οι περισσότεροι. Ειδικά στους καιρούς που ζούμε, δυστυχώς δε μπορούμε να μιλάμε για νίκες της εργατικής τάξης (αν κρίνουμε από τους πιο πρόσφατους μαζικούς αγώνες…) αλλά για κάποιους «καλούς» συμβιβασμούς.

Το σημαντικό, λοιπόν δεν είναι η συγκεκριμένη νίκη ή ήττα, αλλά η μορφή, το περιεχόμενο και η παρακαταθήκη που αφήνει ένας αγώνας. Να μπορούν οι εργαζόμενοι συλλογικά να παίρνουν αποφάσεις και να πράττουν, να σπάνε τις μεταξύ τους εξουσίες, να στηρίζουν άλλους αγώνες ως αλληλέγγυοι ώστε να δημιουργηθεί το υπόβαθρο για νέους αγώνες. Να μπορούν, δηλαδή οι εργαζόμενοι/ες να αποφασίζουν και να μην βρίσκονται έρμαιο των αφεντικών και των κομματικών ηγεσιών.

Αυτό, όμως θα προκύψουν αν μέσα από τις διαδικασίες του αγώνα, δομηθούν άλλου τύπου σχέσεις και δημιουργηθεί μια άλλη αντίληψη για τις σχέσεις εξουσίας, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, τα θέματα του φύλου και της φυλής. Εμπλουτιστεί δηλαδή ο αγώνας πέρα από θέματα που άπτονται καθαρά και μόνο των συγκεκριμένων οικονομικών διεκδικήσεων.

Επομένως, για μας θεωρούμε χαμένη ευκαιρία το ότι με τους εργαζόμενους του Banquet δεν έχουμε κανενός είδους σχέση και ελπίζουμε να τους δούμε να συμμετέχουν σε έναν επόμενο αγώνα.

Β’ μέρος

Ανίχνευση των αυτόνομων χαρακτηριστικών των αγώνων

Αγώνες με αυτόνομα χαρακτηριστικά (και όχι αυτόνομοι αγώνες) συμβαίνουν όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια σε μία διαρκή μάχη με τα βαρίδια του παρελθόντος, όπως είναι οι κομματικές συνδικαλιστικές οργανώσεις(π.χ πασκε,πάμε), με τον γραφειοκρατικό συνδικαλισμό της ΓΣΕΕ και σε ένα περιβάλλον που γίνεται όλο και πιο δύσκολο για την ανάπτυξη  αγώνων που να βάζουν κάτι πέρα από τις «παραδοσιακές» διεκδικήσεις. Δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς ποιοι αγώνες είναι αυτόνομοι και ποιοι όχι, λόγω της σύγκρουσης με παραδοσιακές  λογικές.

Τέτοιοι αγώνες –με αυτόνομα χαρακτηριστικά- θεωρούμε πως ήταν το κίνημα αλληλεγγύης στην Κ.Κούνεβα, ο αγώνας των αλλιεργάτων της Ν. Μηχανιώνας , το Via Vai, οι εκδ. Άγρα,  οι κινητοποιήσεις στην Wind, αγώνες που έχουν δοθεί από το Σβεοδ στον κλάδο των courier, ο αγώνας των γιατρών στο Ζαγκλιβέρι κλπ.

Ως προς αυτές τις εμπειρίες θεωρούμε χρήσιμη την ανάπτυξή τους και την παρουσίασή τους από τους/τις ίδιους/ες τους συμμετέχοντες.

Σκοπός μας είναι να ανταλλάξουμε εμπειρίες αγώνα, να ανιχνεύσουμε τι προοπτικές υπάρχουν για ένα γενικότερο συντονισμό και επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων με κοντινές αντιλήψεις. Πιο απλά, που το πάμε; Πώς δηλαδή αυτοί οι αγώνες θα κοινωνικοποιηθούν και θα κυκλοφορήσουν πραγματικά; Πως από γενικά πόλοι συσπείρωσης πολιτικοποιημένων  θα απαντούν σε ανάγκες ευρύτερα των εργαζομένων και έτσι θα δημιουργούν ρήξεις ευρύτερα στα εργασιακά κάτεργα; Πώς η αλληλεγγύη θα γίνει από αξία λίγων σε αξία όλο και περισσότερων εκμεταλλευόμενων; Ουσιαστικά πως μπορεί να διαφανεί μια διαδικασία ρήξης που να ξεπερνάει την παγιωμένη κατάσταση του συνδικαλισμού και των αγώνων και να βάζει πιο ουσιαστικά χαρακτηριστικά ανάμεσά σε όσους αγωνίζονται. Τόσο υλικά, όσο και υπαρξιακά. Ως ένα άλλο μοντέλο ζωής που μπορεί να προκύψει μέσα από τους αγώνες.

Σε αυτή την κατεύθυνση η εμπειρία είναι χρήσιμος οδηγός. Όμως πρέπει να οραματιστούμε το παραπέρα. Τις δομές, τους τόπους συνάντησης, τις μορφές οργάνωσης, τις ριζοσπαστικές σχέσεις που μπορεί να αναδυθούν.

Τι σημαίνει όμως για μας αυτόνομος αγώνας:

Η κριτική μας τοποθέτηση στα παραπάνω βάζει το σκεπτικό μας όσον αφορά τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο διεξαγωγής ενός τέτοιου αγώνα. Αδιαμεσολάβητος έξω και ενάντια σε κομματικές λογικές, με αντιιεραρχικές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες λήψης των αποφάσεων, δίχως αντιπροσώπους και ειδήμονες, μέσα και ενάντια στη μισθωτή σκλαβιά. Ποια είναι η σημασία όλων αυτών; Θέλουμε να εστιάσουμε στην διαδικασία που κάποιος/κάποια αναλαμβάνει ευθύνη να αγωνιστεί σε πρώτο πρόσωπο, συσχετιζόμενος με τους γύρω του ώστε να επιδιώξει ένα κοινό όφελος για όλους σε μια κατεύθυνση ενδυνάμωσης του ελέγχου πάνω στην εργασία του ή στην διακοπή αυτής (απεργία, σαμποτάζ, μείωση παραγωγικότητας). Αυτή η διαδικασία όπως και πολλές άλλες βοηθάει στην ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης, της συλλογικής, από τα κάτω επίγνωσης του ότι αποτελούμε μία κοινωνική τάξη με κοινή μοίρα (όχι απαραίτητα κοινά συμφέροντα) μέσα στον καταμερισμό ιεραρχιών και διαχωρισμών εντός της κοινωνίας. Η πράξη του αγώνα μετατρέπει αυτή την επίγνωση σε νέες πραγματικές σχέσεις που μπορεί να μετασχηματίσουν τις υπάρχουσες, να διερωτηθούν για το νόημα του να εργάζεσαι, για τις δυνατότητες των γνώσεων και των δεξιοτήτων μας σε μια κατεύθυνση εξόδου από την μισθωτή εργασία. Έτσι, συνοπτικά, αυτόνομος είναι ο αγώνας που προσδιορίζεται με βάση τις άμεσες, αδιαμεσολάβητες σχέσεις που προκύπτουν σε ένα εργασιακό περιβάλλον και τείνουν να το αρνηθούν, αρνούμενες την διακοπή τους μετά το πέρας του αγώνα ή την ένταξή τους σε ένα «εξωτερικό» πολιτικό πρόγραμμα. Είναι οι κοινωνικοί αγώνες που μετατρέπονται σε πολιτικοί (βάζουν ζητήματα συνολικής κριτικής) από την ίδια και άμεση εμπειρία των αγωνιζόμενων και όχι από τις πολιτικούς σχηματισμούς που τους καθοδηγούν. Η όποια λύση θα δημιουργηθεί μέσα από τους αγώνες των από τα κάτω και θα είναι συλλογική. Εμείς βάζουμε τους εαυτούς μας μέσα στη σχέση της μισθωτής εκμετάλλευσης και μας ενδιαφέρει το πώς θα σπάσουμε αυτή τη σχέση μαζί με τους γύρω μας. Για αυτό το λόγω, μιλάμε για διαδικασίες υποκειμενοποίησης, όπου τα υποκείμενα αναπτύσσουν σχέσεις, συναντιούνται και αλλάζουν μέσα από διάφορες πτυχές της ζωής και συντονίζονται.

Οι φιγούρες των αγκιτατόρων, των ειδικών που θα χαράξουν το σχέδιο και θα κινητοποιήσουν τις μάζες μας δημιουργεί συναισθήματα απέχθειας και θα βρεθούμε απέναντι σε τέτοιες λογικές. Η λογική της φωτισμένης πρωτοπορίας που θα δώσει τη λύση ανήκει στον προηγούμενο αιώνα. Όμως πολλές φορές αν και την αρνούμαστε την αναπαράγουμε γιατί παρά την αλλοτρίωση που την διέπει έχει φανεί πως μπορεί να παράγει σε θεαματικό επίπεδο κοινωνικά νοήματα. Όμως στο τέλος αντιλαμβανόμαστε ότι οι επιδιωκόμενες συνδέσεις με την κοινωνία ή με άλλα υποκείμενα δεν έχουν πραγματοποιηθεί ποτέ, ή έχουν πραγματοποιηθεί διαμεσολαβημένα από τον μηχανισμό πομπού-δέκτη. Έτσι η αυτενέργεια, η ατομική επιλογή και η συνείδηση δίνουν την θέση τους στην διαρκή κίνηση των πολιτικοποιημένων, αναπαράγοντας έτσι το ρόλο του θεατή. Η αντίληψη της μη-διαμεσολάβησης, ή της μη-πρωτοπορίας χρειάζεται να αναπτυχθεί στο έδαφος, όσο δύσκολο και αν αυτό φαίνεται, της κοινής εμπειρίας των από τα κάτω. Στη δουλεία, στη γειτονία, στους κοινούς τόπους.

Αυτή η κατεύθυνση μπορεί να πάρει πολλές τροπές. Παλαιότερα οι ιταλοί και γάλλοι εργατιστές είχαν την λογική της «εγκατάστασης». Έμπαινε δηλαδή ο πολιτικά στρατευμένος σε ένα εργοστασιακό πόστο και προσπαθούσε να δημιουργήσει διαδικασίες αγώνα, διερευνώντας ταυτόχρονα τις δυνατότητες που προέκυπταν. Αυτό βέβαια σε μια εποχή, που το μαζικό εργοστάσιο ήταν το επίκεντρο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της ζωής της πλειοψηφίας του προλεταριάτου. Σήμερα, στο πολυδιασπασμένο κοινωνικό εργοστάσιο και στην επισφαλή συνθήκη, μια τέτοια λογική μοιάζει πολύ δύσκολη έως αδύνατη. Και όμως κρίνοντας από το Banquet, κάτι τέτοιο, σε χώρους όπου  εργάζονται πάνω από 10 εργαζόμενοι είναι κάτι σχετικά εφικτό. Βέβαια, κάτι τέτοιο έχει από πίσω του τη λογική της «αόρατης επιτροπής». Προϋποθέτει την ύπαρξη μια οργάνωσης που ήδη χαράσσει στρατηγικές χωρίς τους ίδιους τους εργαζόμενους.

Από την άλλη ο ρόλος των πολιτικών οργανώσεων δεν πρέπει να απαξιωθεί πλήρως, ο ρόλος τους ως ερμηνευτές της πραγματικότητας και διακινητές της εμπειρίας μπορεί να αποτελέσει κλειδί στην άμεση κυκλοφορία και σύνδεση των αγώνων, των φαντασιακών, της διάχυσης της αξίας της αλληλεγγύης. Επίσης η πολιτική εμπειρία μπορεί να βοηθήσει σε κρίσιμες στιγμές  ενός αγώνα (νομικά ζητήματα, σύγκρουσιακή αντιπαράθεση, διεύρυνση της αλληλεγγύης, οικονομική υποστήριξη) για το καλό φυσικά του αγώνα και όχι της πολιτικής οργάνωσης. Έτσι κρίνουμε πως είναι θεμιτό κατ’ αρχήν όπου βρίσκεται και εργάζεται ο καθένας και η καθεμία που μοιράζεται ένα αυτόνομο σκεπτικό για τους αγώνες να προσπαθεί να δημιουργεί συνδέσεις και ρήξεις εντός της εργασία του. Εάν η άμεση αντιπαράθεση είναι αδύνατη τότε  η συνάντηση  και η υποστήριξη αδιαμεσολάβητων διαδικασιών, όπως τα σωματεία βάσης, μπορούν με επιμονή να βοηθήσουν συνολικά στη διαμόρφωση μιας κουλτούρας οργάνωσης και αγώνα ανά κλάδο. Η πρόσφατη εμπειρία δείχνει πως ακόμα και αν το σωματείο βάσης δεν μπορεί να συγκροτηθεί, τότε τη «δουλεία» της δημιουργίας κουλτούρας αγώνα μπορεί να την επωμιστεί η εργατική συλλογικότητα ή οι πρωτοβουλίες ατόμων που μοιράζονται αυτή την ανάγκη. Και τέλος, όπου αυτό είναι εφικτό, μπορεί κανείς να συμμετέχει σε ανοιχτές συνελεύσεις αγώνα-αλληλεγγύης ώστε να επιδιώκει της σύνδεση με άλλα υποκείμενα και να μεταφέρει τον αγώνα στον άμεσο κοινωνικό του κύκλο, βάζοντας πιθανότητα ζητήματα που αφορούν το δικό του χώρο εργασίας σε μια διαδικασία σύνδεσης και αλληλοϋποστήριξης.

Που συναντιόμαστε;

Ένα δύσκολο ερώτημα προς απάντηση είναι ο τόπος συνάντησης και συνεύρεσης των υποκειμένων. Παλαιότερα ήταν το εργοστάσιο και η γειτονιά, κοινότητες οι οποίες συγκροτούσαν αγώνες και οι οποίες σήμερα φαντάζουν μακρινές για μας. Σήμερα, οι τόποι συνάντησης είναι κατά βάση τόποι συνάντησης ατόμων και όχι συλλογικών ταυτοτήτων ή νοημάτων. Από τα καφέ και τα πάρκα μέχρι το internet και τα chat room, οι συναντήσεις διαμεσολαβούνται από το ατομικιστικό μοντέλο ζωής. Βέβαια υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Οι αντικουλτούρες βρίσκουν τους χώρους τους στις πόλεις, τα πανεπιστήμια εξακολουθούν να παράγουν μαζική κοινωνικοποίηση και να αποτελούν πόλους πολιτικοποίησης, οι πλατείες έχουν γίνει τα καταφύγια των ψηγμάτων συλλογικής ζωής, ενώ μοντέλα συλλογικής καθημερινότητας ξεπηδούν όλο και συχνότερα.

Ο εργασιακός χώρος, παρότι ιδιωτικός, από την στιγμή που σε αυτόν συναντιούνται διαφορετικά υποκείμενα μεταξύ τους έχει τα στοιχεία ενός δημόσιο χώρου. Μπορεί κανείς να κοινωνικοποιηθεί, να αναπτύξει σχέσεις και δεσμούς – ελπίζουμε όχι με το αφεντικό. Όμως όπως προαναφέραμε δεν πρόκειται για εκείνο το μαζικό χώρο, του εργοστασίου όπου η κοινωνικοποίηση του εργάτη μέσα από την κοινά βιωμένη αλλοτρίωση παρήγαγε ευκολότερα συλλογικά νοήματα άρνησης και αγώνα. Από την στιγμή που η αλλοτρίωση εξατομικεύεται και η θέαση του κόσμου μετατρέπεται σε αυστηρά προσωπική υπόθεση, οι συμπεριφορές που αναπτύσσονται είναι καθαρά ιδιωτικές – ο καθένας και τα προβλήματα του. Για να σπάσει αυτό απαιτείται τεράστια προσπάθεια και συχνά ο πολιτικοποιημένος κόσμος προτιμάει να συναντιέται με ανθρώπους που ήδη έχουν κάνει το βήμα της συλλογικής αντιμετώπισης των προβλημάτων. Η εμπειρία όμως έχει δείξει πως ακόμα και στον χώρο εργασίας μπορούν να εμφανιστούν ριζοσπαστικές μειοψηφίες, να βάζουν μπροστά το συλλογικό και να αποτελούν μια καλή μαγιά για να ξεπηδήσουν αγώνες. Η απογοήτευση και η απομόνωση, απόρροια της πολυδιάσπασης των χώρων εργασίας, μπορούν να σπάσουν μέσα από την διαδικασία σύνδεσης – το να νιώθουμε δηλαδή ότι αποτελούμε μέρος ευρύτερων αρνήσεων και το ότι οι αγώνες μας μπορούν να επηρεάζουν και άλλους.

Η γειτονία – ως η κοινότητα που συγκροτείται γύρω από την αναπαραγωγή – έχει επίσης την ίδια μοίρα. Εντοιχισμένα «ατομικά» προβλήματα, συγκαλυμμένη βία, συναντήσεις διαχειριστικές και διεκπεραιωτές και όχι ουσιαστικές (βλ. συνελεύσεις πολυκατοικίας, σύλλογοι γονέων κτλ.). Επίσης σε πολλές περιπτώσεις, κατά το ελληνικό φαινόμενο, η ίδια η εκμετάλλευση διαπερνάται άμεσα από σχέσεις συγγένειας που καθιστούν δυσκολότερες τις αρνήσεις και δημιουργούν το φαινόμενο της αλληλοδιαπλοκής οικογενειακού θεσμού και εργασιακού περιβάλλοντος. Ακόμα και αν θέλει κανείς να ξεφύγει από αυτό το πλέγμα που συγκροτούνται οι δημόσιες σχέσεις (σε καφετέριες, τοπικά μαγαζιά κτλ.) έχει να συναντήσει ένα ολόκληρο μοντέλο κοινωνικοποίησης όπου η αλληλεξάρτηση των επιμέρους συμφερόντων παραμένει θολή και εμποτισμένη με αρκετή δόση συντηρητισμού και «αόρατης» εκμετάλλευσης. Το μοντέλο αυτό κυριαρχεί στις ελληνικές πόλεις και ιδιαίτερα στις γειτονιές.

Αντιθέτως στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου η έννοια της γειτονιάς έχει αποσαθρωθεί πλήρως, τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Στην άβυσσο της εκμετάλλευσης, ανάμεσα σε πολυεθνικές, μεγάλα καταστήματα, πολυτελή μαγαζιά, μπαρ, εστιατόρια, ξενοδοχεία, αλλά και στις οργανωμένες μαφίες, την πορνεία και το εμπόριο θανάτου κτλ. οι μόνες κοινότητες που έχουν συγκροτηθεί δημόσια είναι αυτές των ριζοσπαστικοποιημένων μειοψηφιών (ή των αμυνόμενων μειονοτήτων). Δεν είναι τυχαίο που στο χάος των διαλυμένων συλλογικών ταυτοτήτων τα τελευταία 30 χρόνια, η συγκρότηση της αντίστασης πραγματώθηκε μέσα από την ταυτότητα του πολιτικοποιημένου ριζοσπάστη, αναρχικού, αντιεξουσιαστή, ακροαριστερού φοιτητή. Επίσης δεν είναι τυχαίο που αυτή η ταυτότητα συναντήθηκε και κοινωνικοποιήθηκε με νέους, μαθητές, φοιτητές και εργαζόμενους, τα τελευταία 2 χρόνια μετά το Δεκέμβρη, αφού αποτέλεσε την μόνη πρόταση ορατής αντίστασης και αγώνα. Η ταυτότητα του νεαρού ριζοσπάστη, που συγκροτείται στο διάχυτο εργοστάσιο και μπλοκάρει κατά βάση την κυκλοφορία των εμπορευμάτων και τον καπιταλιστικών προσταγών σαμποτάροντας την δημόσια τάξη, αποδείχθηκε με την σειρά της μερική. Στην κρίσιμη στιγμή που διανύουμε για τα συλλογικά κεκτημένα του παρελθόντος αδυνατεί να απαντήσει και να μπλοκάρει την αναδιάρθρωση, μπλοκάροντας την παραγωγή με μαζικό τρόπο. Η αδυναμία αυτή έγκειται  στο ότι δεν μπόρεσε να επηρεάσει και να διεισδύσει σε φιγούρες (ίσως παρελθοντικές) ή να πιέσει δομές τέτοιες που να καθιστούν το μπλοκάρισμα των πάντων εφικτό (αν και το προσπάθησε βλ. κατάληψη της ΓΣΕΕ). Μένει λοιπόν να γεννήσει τις νέες δυνατότητες, είτε οργανωτικές είτε νοηματικές, στοχεύοντας στην καρδιά του κτήνους, την εξάρτησή μας δηλαδή από την μισθωτή εργασία.

Από την άλλη εδώ και κάποια χρόνια, πολιτικοποιημένοι κατά βάση άνθρωποι προσπαθούν να συγκροτήσουν ξανά τις έννοιες της κοινότητας με βάση την γειτονία με όχι κατ’ ανάγκη άμεση σχέση με τα εργασιακά ζητήματα. Αυτές οι απόπειρες δούλεψαν, συγκρότησαν μια ελάχιστη βάση συλλογικοποίησης και φάνηκε ότι στάθηκαν ικανές να δημιουργήσουν δεσμούς που σε ένα περιβάλλον ανάπτυξης των αγώνων κατάφεραν να δράσουν υποστηρικτικά, όπως π.χ. το Δεκέμβρη και η αλληλεγγύη στην Κ. Κούνεβα. Θεωρούμε πως η στροφή στο τοπικό, στο χώρο όπου συναντιέται η εκτός εργασιακού χρόνου κοινή ζωή μπορούν επίσης να σχηματιστούν δεσμοί και σχέσεις που να δημιουργούν ευνοϊκό περιβάλλον τόσο για την σύνδεση των αγώνων και για την άμεση υποστήριξη τους, όσο και για το άνοιγμα ζητημάτων που σχετίζονται με την εργασία όσο και με συνολικά ζητήματα που προκύπτουν από την ζωή μέσα στον καπιταλισμό. Υγεία, ασφάλιση, κατανάλωση, μέσα διαβίωσης, στέγαση, πολιτισμός.

Το είπαμε και παραπάνω ένας αγώνας είναι προνομιακό επίπεδο για τη συνάντηση των υποκειμένων που θέλουν να αγωνιστούν, ποιες είναι όμως οι διεργασίες που θα βάλουν περισσότερο κόσμο σε κίνηση; Ποιοι θα είναι οι τόποι συνάντησης; Πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την υπάρχουσα εμπειρία, τις υπάρχουσες δομές για να δημιουργήσουμε αγώνες ή έστω να δράσουμε υποστηρικτικά;

Ποιες τελικά είναι οι μορφές οργάνωσης που θα καταστήσουν την αυτενέργεια και την συλλογικότητα ικανές να παράγουν πολιτική από τα κάτω όχι μόνο για την ικανοποίηση των άμεσων υλικών ζητημάτων αλλά για τον μετασχηματισμό της ίδιας μας της ζωής;

Υπήρξαν ιστορικά παραδείγματα όπως οι wobblies, τα εργοστασιακά συμβούλια, η ιταλική αυτονομία που κατάφεραν  να απαντήσουν  τέτοια ερωτήματα αρκετά πετυχημένα,. Όλα αυτά σήμερα φαντάζουν ξεπερασμένα στο χρονοντούλαπο της παγκόσμιας κινηματικής ιστορίας, όμως έχουν κάτι κοινό την κοινή μοίρα αυτών των ανθρώπων που αγωνίστηκαν μέσα αλλά και πέρα από τη μισθωτή εργασία. Είναι παραδείγματα οργάνωσης  των εργατών/τριών που βάζανε θέματα γύρω από το φάσμα ολόκληρης της ζωής, στήνανε δομές αλληλεγγύης, δημιουργούσαν αγωνιστική κουλτούρα και έφεραν μέσα τους ένα διαφορετικό πολιτισμό. Άλλωστε, οι σχέσεις, οι συνειδήσεις, ο τρόπος σκέψης των ανθρώπων δεν αλλάζει σε μια στιγμή αλλά μέσα από συλλογικές διαδικασίες, που χτίζουν το «εμείς», που απαντάνε σε κοινές ανάγκες και ζητήματα και επιτίθενται στις εξουσιαστικές σχέσεις.

Advertisement

cafe la rage, προβολή ντοκιμαντέρ Οι ταξικοί αγώνες στο προσκήνιο (1974-76)

26 Φεβρουαρίου, 2010

cafe la rage, προβολή ντοκιμαντέρ Οι ταξικοί αγώνες στο προσκήνιο (1974-76)

Απέναντι στην εντεινόμενη υποτίμηση των ζωών μας, στην επισφάλεια, την μαύρη εργασία, την ανεργία, στον φόβο της απόλυσης
Απέναντι στον καθημερινό εκβιασμό της μισθωτής εργασίας και την επίθεση που δεχόμαστε από αφεντικά και κράτος
Οργανώνουμε την οργή μας
Café larage

Τόπος συνάντησης και αυτοοργάνωσης, επισφαλών, ανέργων μαύρων εργατριών και εργατών
αυτοοργανωμένο εργατικό καφενείο με συζητήσεις, προβολές, εκδηλώσεις πάνω σε εργασιακά ζητήματα και νομική υποστηρίξη, κάθε πέμπτη μετά τις 20.00
§          Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010 προβολή ντοκιμαντέρ  Οι ταξικοί αγώνες στο προσκήνιο (1974-76), Πρωτοβουλία από το στέκι Άνω-Κάτω Πατησίων στην κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ (Ομήρου και Περδίκα, κάτω Τούμπα)
§          Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010 προβολή ντοκιμαντέρ La batallia de Euskalduna (Μπιλμπάο δεκαετάα ‘80) (οι εργατικοί αγώνες ενάντια στην καπιταλιστική αναδιάρθωση  των ναυπηγείων του Μπιλμπάο τη δεκαετία του ‘80) στην κατάληψη Libertatia (λεωφ. Στρατού 19 & Σαρανταπόρου)
Café larage
Καφενείο «η οργή»

Παρέμβαση και διακοπή συνεδρίου για την βιομηχανία απο αντιεξουσιαστές/τριες

8 Φεβρουαρίου, 2010

Παρέμβαση και διακοπή συνεδρίου για την βιομηχανία απο αντιεξουσιαστές/τριες

Παρέμβαση περίπου 50 συντρόφων/ισσών έγινε σήμερα το απόγευμα στο ξενοδοχείο Νικόπολις λίγο έξω από την θεσσαλονίκη, την ώρα που πραγματοποιούνταν η τελική από μια σειρά εκδηλώσεων για την ελληνική βιομηχανία και τα σχέδια των αφεντικών για αναδιάρθρωση. Το συνέδριο διοργανωνόταν από το σύνδεσμο βιομηχάνων βορείου ελλάδος και την eurobank και συμμετείχαν αρκετά από τα κεφάλια από την συνομοταξία των ελληνικών αφεντικών (σεβ, υπουργός οικονομίας, γσεε).
Σηκώθηκε πανώ, φωνάχτηκαν αρκετά συνθήματα και πετάχτηκαν τρικάκια και κείμενα. Φεύγοντας, ξεχάστηκαν πίσω και κάποιες πατατόβομβες που βάρυναν την ατμόσφαιρα και ματαίωσαν την φιέστα, κάτι που ήταν και στόχος της δράσης.
Ακολουθούν φωτογραφίες από την παρέμβαση και το κείμενο που τη συνόδεψε.
Πόλεμο στον πόλεμο των αφεντικών!

Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που η διεθνής και κυρίως η ντόπια δημαγωγία παρουσιάζουν την παρούσα κρίση σαν ένα φυσικό φαινόμενο. Ένα αναπόφευκτο γεγονός που οφείλουμε να αποδεχτούμε και να υπομείνουμε όλοι μαζί. Αποκομμένη από το ιστορικό πλαίσιο και τις βαθύτερες αιτίες, απονεκρωμένη από τους ανταγωνισμούς που είναι πάντοτε παρόντες, κάθε τέτοια αναφορά στην κρίση καταλήγει σε μια ταυτολογία. Για την κρίση του καπιταλισμού φταίει η κρίση, οι αδηφάγοι κύκλοι ή, σε στιγμές μεγαλύτερης διαύγειας, η έλλειψη ελέγχου της αγοράς. Ακόμη και με την πλάτη στον τοίχο (ή ειδικά γι’αυτό…), οι υπέρμαχοι του καπιταλισμού φωνάζουν όλο και πιο αγχωμένα πως “οι ιδεολογίες έχουν πεθάνει”, έστω κι αν τους ξεφεύγει πως το μόνο που απέμεινε είναι η πολιτική οικονομία του ψέματος.
Αυτή η θεαματική διαχείριση της κρίσης σαν ένα φυσικοποιημένο κακό, έχει, ανάμεσα στα άλλα οφέλη, μια γνώριμη συνταγή: εθνική ενότητα τη λένε. Οι αγωνιώδεις δηλώσεις για την αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας και οι γεμάτες αυτοθυσία εκκλήσεις “να ματώσουμε ρε παιδιά για λίγα χρονάκια”, είναι το προπέτασμα για έναν ωμό εκβιασμό : “αφού δεν ιδωτικοποιήθηκαν όσα κέρδη θα θέλαμε, ας κοινωνικοποιηθούν τώρα οι ζημιές”. Με αυτόν τον τρόπο θα κληθούν οι από-κάτω να πληρώσουν για το γεγονός ότι δεν ήταν αρκετά εκμεταλλεύσιμοι/ες (τουλάχιστον όχι όσο θα ήθελαν τα αφεντικά ώστε να αποκαταστήσουν το χρόνο που δανείζονταν από το μέλλον, ελπίζοντας πως θα τον ξεπληρώσουν με την ένταση της εκμετάλλευσης ). Με ανεργία, πάγωμα ή μειώσεις μισθών, περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, αναδιοργάνωση του ασφαλιστικού. Κάπως έτσι, όχι μόνο εμπεδώνονται για ακόμη μια φορά οι κυρίαρχες ιδεολογίες, αλλά επιχειρείται σε πραγματικό χρόνο μια βαθύτερη καθυπόταξη των υπηκόων με το πρόσχημα μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Οι αγώνες και οι απεργίες απαγορεύονται γιατί υπονομεύουν την κοινή προσπάθεια να σώσουμε τον τόπο, οι συγκρούσεις απαξιώνονται γιατί εκθέτουν την χώρα μας στο εξωτερικό, μειώνοντας τον τουρισμό αλλά και την πιστοληπτική της ικανότητα.
Ανάμεσα στ’άλλα, λοιπόν, η κρίση είναι και μια ευκαιρία για νέες δουλειές. Βusinessasusual. Κι εδώ δε χωράνε συστολές ̇ όσο θα υπάρχει κεφάλαιο θα υπάρχουν και οι βλέψεις για νέες περιφράξεις, για νέες λεηλασίες ανθρώπων και φυσικών πόρων. Η κρίση είναι μια χρήσιμη περίοδος γι’αυτό, διαστέλλοντας τα όρια της κοινωνικής συναίνεσης (ουσιαστικά της αποδοχής ενός βαθμού βίας και εκμετάλλευσης) και αναδιοργανώνοντας τις σχέσεις εργασίας και αναπαραγωγής. Ας μην ξεχνάμε πως σε μια τέτοια περίοδο οι διακρατικοί ανταγωνισμοί αυξάνονται και πως στην αρχή της επόμενης φάσης, κάθε κράτος θα ήθελε να ξεκινήσει με τους ευνοϊκότερους όρους. Με τον καπιταλισμό του αναδιαρθρωμένο και τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς αμβλυμένους.
Έχουν, λοιπόν, καλούς λόγους τα αφεντικά να βλέπουν από τώρα 10 (και περισσότερα) χρόνια μπροστά και να σχεδιάζουν τις κινήσεις τους. “Για φαντάσου, 2020, τα ακραία κρισιακά φαινόμενα έχουν υποχωρήσει, το μαύρο συννεφάκι έχει φύγει πάνω από το κεφάλι της ελλάδας κι εμείς απολαμβάνουμε την ανάπτυξη και συσσώρευση κάτω από τον ήλιο της ακραίας υποτίμησης. Γελάνε και τα μουστάκια μου, σύνεδρε.”
Μα αυτά δεν είναι αναπτυξιακά σχέδια, είναι πολεμικές προετοιμασίες. Κι όμως, όσο αυτοί σχεδιάζουν επί χάρτου, η πραγματική κοινωνική κίνηση συχνά εγκυμονεί εκπλήξεις. Το κοινωνικό συμβόλαιο έχει σπάσει και οι κοινωνικές αντιστάσεις εκφράζονται όλο και πιο δυναμικά, ξεπερνώντας τις διαιρέσεις και τις διαμεσολαβήσεις που μας επιβάλλονται. Δε συμμεριζόμαστε τις δυστοπίες τους, αντίθετα βλέπουμε την δική μας έξοδο από την κρίση αλλού. Στη συλλογικοποίηση των καθημερινών αρνήσεων, στη σύνδεση των αγωνιζόμενων κομματιών, στις νέες κοινότητες των εξεγερμένων. Σ’όλα αυτά που δημιουργούν και οξύνουν τις κρίσεις του καπιταλισμού, μέχρι την τελεσίδικη καταστροφή του.



ΑΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΟΙ ΑΓΩΝΕΣ – ΑΛΗΤΕΣ ΛΕΡΕΣ ΕΡΓΑΤΟΠΑΤΕΡΕΣ

2 Μαΐου, 2009

προκήρυξη που μοιράστηκε κατά την αντισύγκεντρωση που κάλεσαν οι αναρχικοί/ες υπέρ της κρίσης την πρωτομαγιά στην πλ. Αριστοτέλους

ΑΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

ΑΛΗΤΕΣ ΛΕΡΕΣ ΕΡΓΑΤΟΠΑΤΕΡΕΣ

Η 1η Μαΐου του 1886 στο Σικάγο δεν ήταν μια μέρα που τα αφεντικά μας χάρισαν το 8ωρο. Ήταν μια ημέρα που χιλιάδες απεργοί εργάτες συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις καταστολής, αρνούμενοι να συνεχίσουν να χαρίζουν το χρόνο και τα σώματά τους στα αφεντικά. Οι απεργοί του σικάγο δεν είχαν σε καμία περίπτωση στο μυαλό τους να καθιερώσουν μία ακόμα μέρα μνήμης (ρίζα της λέξης μνημόσυνο), μία ακόμα 3ήμερη ευκαιρία για εκδρομή στην εξοχή.

Να όμως που οι κάθε λογής καπηλευτές των αγώνων κατάφεραν επιμελώς να απονοηματοδοτήσουν μια ιστορική στιγμή ανατρεπτικής δυναμικής. Κατέστησαν την 1η Μαΐου μια πλήρως θεσμοποιημένη ημέρα μνήμης και συντεχνιακών εξαγγελιών, εμπλουτισμένων με εντυπωσιακές απειλές προς τους εργοδότες και φρούδες ελπίδες για τους εργαζόμενους. Βασικό τους όπλο για τη συνέχιση της αναπαραγωγής και της κοινωνικής νομιμοποίησης του ρόλου τους ως «ειδικών του αγώνα», που στην ουσία όμως εναντιώνεται σε κάθε προσπάθεια οργάνωσης από τα κάτω, σε κάθε απόπειρα δυναμικής διεκδίκησης. Φυσικά δεν παριστάνουμε πως ανακαλύψαμε σήμερα την αμερική. Παρ’ όλα αυτά κάποια πράγματα πρέπει να γίνονται ξεκάθαρα ξανά και ξανά, ειδικά όταν η πρόσφατη ιστορία των αγώνων και του ρόλου του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού μέσα σε αυτούς έχει πολλά να πει …

Κάτι περισσότερο από ένα χρόνο πριν, τα συνδικάτα φρόντισαν να επιδείξουν περίτρανα το πόσο καλοί «πυροσβέστες» είναι. Και δεν αναφερόμαστε στις πυρκαγιές του καλοκαιριού του 2007, αλλά στις κινητοποιήσεις για το ζήτημα του ασφαλιστικού. Κατάφεραν να απορροφήσουν τους κοινωνικούς κραδασμούς που ένα τέτοιο ζήτημα θα μπορούσε να προκαλέσει, διαμορφώνοντας εξ αρχής κλίμα ήττας (καλώντας  ελάχιστες απεργίες και διοργανώνοντας πορείες-κηδείες), τη στιγμή που σωματεία (όπως π.χ. των ποε-οτα) και ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια είχαν δείξει δυναμική διάθεση. Όμως δεν αρκούνται καν στο ρόλο του πυροσβέστη-αμορτισέρ. Σαμποτάρουν αγώνες που ξεκινούν από τα κάτω – ευτυχώς πολλές φορές χωρίς να τα καταφέρνουν- με την ηχηρή απουσία τους από αυτούς, σε μια προσπάθεια απονομιμοποίησης των υποκειμένων που αγωνίζονται.

Αυτό ακριβώς συνέβη μετά τη δολοφονική απόπειρα εναντίον της Κ.Κούνεβα και τον μεγάλο αγώνα που ξεκίνησε από συλλογικότητες και πρωτοβάθμια σωματεία. Οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές έχουν αναλάβει εδώ και χρόνια το ρόλο του εργολάβου «εργατικών» και μόνο ζητημάτων, χάνοντας από τον ορίζοντά τους το συνολικό επαναστατικό πρόταγμα, στοιχείο που είχαν όμως τα συνδικάτα στην αρχή της δημιουργίας τους ως δομές αγώνα. Δεν είναι απλώς ότι αδιαφορούν να συνδεθούν με άλλα κοινωνικά κομμάτια που αγωνίζονται, αλλά εχθρεύονται κάθε κίνηση που δεν έχει αμιγώς εργατίστικα χαρακτηριστικά, που δεν ελέγχεται από τα όργανά τους, κάθε προσπάθεια που δεν χωράει διαμεσολάβηση. Αποτέλεσμα; Ο λόγος και η προπαγάνδα τους για κάθε αδιαμεσολάβητο αγώνα να συμπίπτει με αυτήν των αφεντικών και του κράτους.

Αναμενόμενη (αυτό βέβαια δεν την κάνει και λιγότερο εχθρική) ήταν η στάση τους κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του δεκέμβρη. Όχι μόνο δεν προσπάθησαν να στηρίξουν τον κόσμο που κατέβηκε στους δρόμους, αλλά έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους στην κατεύθυνση της εθνικής συμφιλίωσης για την οποία παρακαλούσαν τα αφεντικά, προσπαθώντας να ακυρώσουν (την ήδη καλεσμένη) απεργία και πορεία στις 10 δεκέμβρη ασπαζόμενοι τη ρητορική του κράτους περί βανδάλων, κουκουλοφόρων και άλλων δαιμονίων. Το μόνο που είχαν να πούνε για την κατάληψη των κεντρικών γραφείων της γσεε από πρωτοβάθμια σωματεία εργαζομένων εκείνη την περίοδο, ήταν πως οι εργάτες δεν έχουν δουλειά στην κατάληψη, και πρέπει να βρίσκονται στους χώρους εργασίας τους. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να παραδεχτούν πως φυσικά και αποτελούν στόχο των σωματείων βάσης.

Το μόνο  που τους απομένει για να δικαιολογούν την ύπαρξή τους είναι τα γεύματα με τον σεβ και τους υπουργούς για την υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (1 ευρώ

αύξηση το μήνα). Και μάλιστα τελευταία με περιορισμένη ισχύ. Ας θυμηθούμε όλοι την πρόσφατη άρνηση εταιρειών να εφαρμόσουν τη συλλογική σύμβαση, μη αποδεχόμενες τις ήδη μικρές αυξήσεις που αυτή προέβλεπε.

Ουσιαστικά γραφειοκρατικός συνδικαλισμός και αφεντικά είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που λέγεται εργασιακή εκμετάλλευση (αυτό είναι βέβαια ένα από τα νομίσματα που σε αντίθεση με το ευρώ μπορούν να έχουν πάνω από δύο όψεις). Ρόλος τους είναι να προωθούν τα συμφέροντα των αφεντικών, ώστε να μπορούν και οι ίδιοι να υπάρχουν. Τελευταίο και πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα ήταν και αυτό που συνέβη στη Νάουσα, όταν σε εργοστάσιο κονσερβοποιίας κλείσανε τις ανασφάλιστες εργάτριες στα ψυγεία κατά τη διάρκεια ελέγχου του ικα. Η απάντηση του προέδρου του εργατικού κέντρου της περιοχής άφησε άφωνους ακόμα και τους εργοδότες. Αυτό έγινε με καλή πρόθεση ώστε να μη χάσουν οι καημένες οι εργάτριες τη δουλειά τους!

Ούτε όμως και η κρίσιμη σημερινή πραγματικότητα (αυτό που ονομάζεται κρίση) δεν φαίνεται να συνταράζει καθόλου τα λιμνάζοντα νερά της σκέψης τους. Το αίτημα για επιστροφή στο κοινωνικό κράτος και το τέλος της «παράλογης» νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής ανάπτυξης, δεν είναι παρά αίτημα για επιστροφή στην «ευπρεπισμένη» εκμετάλλευση της εργασίας, στην «σενιαρισμένη» καπιταλιστική βαρβαρότητα. Βλέπουν στο κράτος το σωτήρα τους, οραματιζόμενοι καινούρια New Deals. Εκτός όμως ότι δεν μας λένε πώς θα συμβεί αυτό (όπως μετά το ’29 με κάτι μικρούς πολέμους και μερικά εκατομμυριάκια νεκρών στο βωμό των συμφερόντων των αφεντικών;), φαίνεται να κάνουν πως δεν έχουν αντιληφθεί ούτε στο ελάχιστο την πραγματικότητα.

Ο καπιταλισμός έχει εδώ και δεκαετίες επεκτείνει τους μηχανισμούς αναπαραγωγής και κερδοφορίας του σε όλο το φάσμα της ζωής. Όλες οι κοινωνικές ανάγκες και σχέσεις έχουν υπαχθεί στη μηχανή που παράγει ιδεολογία και υπεραξία. Μετακίνηση, κατοικία, υγεία, εκπαίδευση, διασκέδαση. Το «κοινωνικό εργοστάσιο» είναι γεγονός εδώ και πολλά χρόνια. Με ποιον τρόπο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η επιστροφή σε ένα προηγούμενο μοντέλο; Όπως και να έχει τα συνδικάτα φαίνονται αποφασισμένα παρά την κρισιμότητα των εποχών που ζούμε να μην μπουν σε μια ριζική αμφισβήτηση της βίαιης σχέσης του κεφαλαίου. Η ενσωμάτωσή τους στο σύστημα δεν έχει επιστροφή. «Τι να κάνουμε, αφού υπάρχει εκμετάλλευση (εμείς βέβαια καταφέραμε να καβατζωθούμε) ας είναι όσο καλύτερα μακιγιαρισμένη γίνεται». Ούτε λόγος φυσικά για επίθεση στις σχέσεις εκμετάλλευσης, ούτε σκέψη για αγώνα προς τη συνολική κοινωνική απελευθέρωση.

Το βασίλειο των εργατοπατέρων καλά θα κρατεί, όσο οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να αφήνουν τις τύχες τους στα χέρια αυτών των «ειδικών», όσο οι ίδιοι δεν αποφασίζουν με ένα συνολικό σκεπτικό για τη ζωή, να οργανώνουν αγώνες από τα κάτω, αδιαμεσολάβητους, μέσα από δομές με οριζόντια οργάνωση και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες.

Ο αγώνας για τα κεκτημένα δεν σταματάει με την πραγμάτωσή τους, αλλά είναι αγώνας σε έναν διαρκή πόλεμο. Δεν επιζητάμε την κοινωνική ειρήνη. Και τι είδους  ειρήνη είναι βέβαια αυτή με πάνω από 30 νεκρούς εργάτες κάθε μήνα; Δεν ζητάμε μία σταθερή δουλειά. Δεν θέλουμε απλά καλές συνθήκες εργασίας. Δεν θέλουμε απλά έναν μεγαλύτερο μισθό και ένα καλύτερο ασφαλιστικό σύστημα. Θέλουμε να πάρουμε πίσω τα σώματά μας και το χρόνο που μας έχουν κλέψει. Θέλουμε να πάρουμε πίσω τις ζωές μας. Τα θέλουμε όλα…

ΤΑ ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΛΑ

Αναρχικοί/ές υπέρ της κρίσης


ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 2009 ΤΑ ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΛΑ – ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥΣ

27 Απριλίου, 2009

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 2009 ΤΑ ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΛΑ, ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥΣ

1Η ΜΑΗ 2009

ΤΑ ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΛΑ

ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΙ, ΜΑΝΑΤΖΕΡ, ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΟΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΕΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΩΣ ΑΠΟΡΡΟΙΑ ΚΑΠΟΙΩΝ ΑΚΡΑΙΩΝ ΚΑΙΡΟΣΚΟΠΩΝ

ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ, ΟΙ ΑΟΡΑΤΟΙ, ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΣ, ΑΝΕΡΓΕΣ, ΜΑΥΡΟΙ, ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΕΣ, ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΜΕΝΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ,

ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥΣ

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ 10.00 ΠΛ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ/ΕΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

κείμενο της συντακτικής ομάδας εντύπου Στάση στο συνεχές τρέξιμο των επισφαλών σχέσεων (https://stasiepisfaleias.wordpress.com/)

Κρίση ή

η Ιστορία δεν έχει τελειώσει ή

όλα τώρα ξαναρχίζουν.

Ξαφνικά εδώ και κάποιους μήνες το φάντασμα μιας έντονης ανησυχίας άρχισε να κυριεύει τις ιθύνουσες τάξεις. Εκεί που όλοι οι στατιστικολόγοι, οι μάνατζερ και στρατιές των οικονομολόγων μας διαβεβαίωναν ότι όλα βαίνουν καλώς για την ανίκητη αγοραία οικονομία κάποιες συσπάσεις στο πρόσωπο των τραπεζιτών, διάσπαρτες αυτοκτονίες δισεκατομμυριούχων, τραυλίσματα, επιφυλακτικότητα, ματαιώσεις διαλέξεων από γκουρού της οικονομίας άρχισαν να μας ψυλλιάζουν. Για την επερχόμενη οικονομική κρίση. Ένα σύμπτωμα μόνο της υποβόσκουσας ασθένειας του καπιταλιστικού συστήματος Μια καρδιακή προσβολή στο σώμα του καπιταλισμού, που δεν είναι δυνατόν να μην έχει σχέση με την κατάσταση της υγείας ολόκληρης της καπιταλιστικής μηχανής. Μιας μηχανής που στην συνάντηση της με τους κρατικούς θεσμούς εδώ και ούτε δύο αιώνες υφαίνει αμείλικτες και καταστροφικές συγκρούσεις στην παραγωγή και στη διανομή των αγαθών και των υπηρεσιών. Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν ήταν πάρα ένα πρώτο σοκ στο κυκλοφοριακό σύστημα της μηχανής που παράγει κέρδος και ταξικές διαιρέσεις και ονομάζεται εδώ και κάποια χρόνια καπιταλισμός. Ένα σοκ που μεταδίδεται σαν πυρκαγιά σε όλα τα δαιδαλώδη παρακλάδια του που έχουν κυριεύσει τη ζωή μας.

Σαν μια πρώτη απάντηση σε αυτό το σοκ οι αφελής απολογητές του συστήματος έσπευσαν να αποκαθηλώσουν κάποια από τα ανδρείκελα τους που με επιμονή επένδυαν στο image τους τόσα χρόνια. Τα λεγόμενα golden boys. Αυτούς που μέχρι χθες τους πρόβαλαν σαν σύμβολα επιτυχίας, δυναμικότητας, απόλαυσης της ζωής, νοήματος. Μια κίνηση πανικού που προσδοκούσε να θολώσει την πραγματικότητα. Να μεταθέσει το διακύβευα από μια κριτική του συστήματος σε μια καταδίκη κάποιων αδίστακτων κερδοσκόπων. Οι πανικόβλητοι απολογητές, τα think tanks, και οι υπόλοιποι μπουρδολόγοι στη συνέχεια καταδίκασαν το «ακραία κερδοσκοπικό κεφάλαιο» λες και ο καπιταλισμός δεσμεύεται ηθικά για το ποσοστό του κέρδους. Είναι εμφανές ότι πολιτικός στόχος ήταν να μυστικοποιηθεί η κρίση. Να αποδοθεί σε ακραίους καπιταλιστές για να μην πληγεί ο πυρήνας της νέο – φιλελεύθερης ιδεολογίας. Η οικονομία της αγοράς, η ιδιοκτησία και το ατομικό κέρδος ως θεμέλιος λίθος των κοινωνικών σχέσεων. Το τέλος της ιστορίας που διακήρυσσαν οι καπιταλιστές θεωρητικοί στις αρχές του 90 μάλλον άρχισε να προεικονίζει το δικό τους τέλος. Αυτό που ουσιαστικά πυροδοτήθηκε από την κρίση ήταν η ανεπάρκεια του νεοφιλελευθερισμού στην πιο ιδεολογική μορφή του να διεκδικεί ότι βρίσκεται στο επίκεντρο των πάντων. Ότι αποτελεί την μόνη διέξοδο αυτής της κοινωνίας. Σε πολλά μυαλά άρχισαν σπίθες νέων κομμουνισμών να ξαναφουντώνουν. Αυτή ήταν μια τεράστια πολιτική ήττα του καπιταλισμού.

Εμείς και η κρίση

Ποιοι είμαστε εμείς. Εμείς δεν είμαστε άλλοι από αυτούς που τόσο καιρό, μήνες, χρόνια αιώνες βιώνουμε στην καθημερινότητα μας την μάχη για ζήσουμε χωρίς να πρέπει να υποστούμε τον εκβιασμό της εργασίας, το άγχος της απόλυσης, την αποξένωση του χρήματος. Εμείς που εργαζόμαστε για να τα βγάλουμε πέρα, που κλέβουμε στο supermarket, που κουρασμένοι από την αγώνα για επιβίωση σαπίζουμε το βράδυ στα ριάλιτι και στις σαπουνόπερες μη έχοντας δυνάμεις να κάνουμε κάτι άλλο. εμείς λοιπόν αυτή την κρίση του συστήματος το αδιέξοδο του και πρωταρχικά το δικό μας αδιέξοδο μέσα σε αυτό το ζούμε πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση. Τα αφεντικά, οι αιώνιοι αντίπαλοι μας, οι συνεργάτες μας κατά άλλους για να ρολάρει η οικονομία έχουν εφεύρει άπειρους τρόπους για να αναβάλουν την κρίση.

Τη δεκαετία του 70 όταν οι κοινωνικές συγκρούσεις πίεζαν τα αφεντικά και την κερδοφορία του μηχανεύτηκαν πολλούς τρόπους άμεσα αποτελεσματικούς. Έβγαλαν με το outsourcing τις θέσεις εργασίας στο εξωτερικό, για να εκμεταλλευτούν φθηνότερους μισθούς, βάζοντας γυναίκες μέσα στην εργατική δύναμη, αντικαθιστώντας εργάτες με υπολογιστές κι άλλα μηχανήματα και φέρνοντας τα φθηνά εργατικά χέρια των μεταναστών, οι εργοδότες κατάφεραν να κατεβάσουν τους μισθούς των εργαζόμενων, ακόμη κι όταν αυτοί παρήγαγαν περισσότερα εμπορεύσιμα αγαθά. Τα αποτελέσματα ήταν προβλέψιμα. Από τη μια μεριά, ανέβηκαν τα κέρδη των επιχειρήσεων (αφού τελικά οι εργάτες παρήγαγαν όλο και περισσότερο, πληρωνόμενοι όλο και λιγότερο). Από την άλλη μεριά, μετά από λίγα χρόνια, οι στάσιμοι μισθοί των εργατών αποδείχθηκαν ανεπαρκείς για να τους επιτρέψουν να αγοράζουν τους αυξανόμενους καρπούς της εργασίας τους

Έτσι, μετά τη δεκαετία του 1970, ξεπρόβαλε μια άλλη καπιταλιστική κρίση, καθώς φαινόταν στον ορίζοντα μια άσχημη οικονομική ύφεση. Αλλά η κρίση αυτή δεν επεκτάθηκε, επειδή ο καπιταλισμός βρήκε έναν τρόπο να την αναβάλλει: τα μαζικά χρέη. Αφού οι εργοδότες κατάφερναν να κρατούν τους μισθούς χαμηλούς, ο μόνος τρόπος για να πουλούν τους καρπούς τις ολοένα κι αυξανόμενης παραγωγής ήταν με το να δανείζουν στους εργάτες χρήματα για να αγοράζουν αυτοί ό,τι ήθελαν. Οι επιχειρήσεις επένδυαν τα ανερχόμενα κέρδη τους στην αγορά νέων τίτλων χρεογράφων, που υποστηρίζονταν από υποθήκες εργατών, από καταναλωτικά και πιστωτικά δάνεια. Οι κάτοχοι τέτοιων τίτλων χρεογράφων γινόντουσαν, με τον τρόπο αυτό, δικαιούχοι των μερισμάτων των μηνιαίων πληρωμών, που έκαναν οι εργάτες για τα δάνειά τους. Στην πραγματικότητα, τα επιπρόσθετα κέρδη, που προέρχονταν από τη διατήρηση των μισθών των εργατών σε χαμηλά επίπεδα, τώρα διπλασίαζαν τον φόρο των εργοδοτών, οι οποίοι κέρδιζαν τις ψηλές πληρωμές των τόκων, ξαναδανείζοντας μέρος αυτών των κερδών πάλι στους εργάτες!

Η αναβολή της λύσης της κρίσης στα 1970 το μόνο που κατάφερε ήταν να προετοιμάσει το δρόμο για μια μεγαλύτερη κρίση τώρα. Οι ραγδαίες αυξήσεις του καταναλωτικού δανεισμού στα 1980, στα 1990 και μετά το 2000, ιδίως στα πλαίσια του κόσμου των απελευθερωμένων αγορών, δημιούργησε ψηλά πλεονάσματα κερδοσκοπίας και διαφθοράς (πρώτα με την “φούσκα” του χρηματιστηρίου και μετά με την “φούσκα” της κτηματομεσιτικής αγοράς). Επιπλέον, επιβάρυνε εκατομμύρια Αμερικανών με ανυπόφερτα χρέη. Από το 2006, οι πιο πιεσμένοι δανειολήπτες – οι ονομαζόμενοι “sub-prime” – δεν μπορούσαν πια να πληρώσουν αυτά που χρωστούσαν. Τότε άρχισε η ελικοειδής κατηφόρα αυτού του οικοδομήματος

Το λεγόμενο δανειοληπτικό γκρέμισμα, όπου καταρρέει το σύστημα ατομικοποίησης του κοινωνικού κράτους.

Αυτή η κατάσταση δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο και το ελληνικό καπιταλισμό. Τη ψωροκώσταινα που τα αφεντικά της τρέχουν με ένα από τους μεγαλύτερους ρυθμούς κερδοφορίας. Ο ντόπιος κοινωνικός σχηματισμός έχει αρχίσει να νοσεί και κομμάτια των αφεντικών στην προσπάθεια τους να επιβιώσουν καταστρέφουν μικρό- αφεντικά . Προφανώς και δεν έχουν κάποια νέα ιδέα για το πώς να βγουν από αυτή την κατάσταση. Γι αυτό ακολουθούν την πεπατημένη. Απολύσεις, επίθεση στους μισθούς, διαθεσιμότητες, κρατική βοήθεια στους τραπεζίτες, νέα σχέδια φορολόγησης. Προσπαθούν να μας συμπιέσουν όσο μπορούν μήπως και τη βγάλουν καθαρή. Ο εν Ελλάδι καπιταλισμός νοσεί και ο άγγελος της ιστορίας μας καλεί να επιτελέσουμε το ιστορικό μας ρόλο. Να του δώσουμε μια να σπάσει.

Δεν θέλουμε να πληρώσουν τα αφεντικά την κρίση

Τα θέλουμε όλα

Αυτή τη στιγμή λίγο πριν την πρωτομαγιά του 2009, εν μέσω μιας πραγματικής κρίσης του καπιταλισμού αρχίζουμε και πιστεύουμε ότι μπορούμε να τα θέλουμε όλα. Είναι απλά γελοίο να ζητάμε να επιστρέψουμε στην κατάσταση του κράτους προστάτη, που πετώντας μας λίγα ψίχουλα θέλει απλά να μας κλείσει το στόμα. Η οικονομική κρίση είναι κρίση εμπιστοσύνης όλο και μεγαλύτερων κομματιών της κοινωνίας απέναντι στο σύστημα που είναι ανίκανο να καλύψει βασικές ανάγκες. Είναι ανίκανο γιατί απλά δεν μπορεί από θέση να θυσιάσει τα κέρδη και την εξουσία του. Είναι άρπαγες, αλλά, επιπλέον, οφείλουν να είναι τέτοιοι. Γιατί μόνο έτσι λειτουργεί το σύστημα τους.

Ο καπιταλισμός δεν είναι παρά ένα πλιάτσικο, κάτι παράλογο στην υπόστασή του και καταστρεπτικό στην εξέλιξή του. Το τίμημα για κάποιες σύντομες δεκαετίες ευημερίας, που πάντοτε όμως χαρακτηρίζονταν κι από τις απάνθρωπες ανισότητες, ήταν οι περίοδοι των κρίσεων. Σε αυτή την ιστορική συγκυρία που διανύουμε στόχος είναι να οξύνουμε την επίθεση μας σε αυτό τον κόσμο που δεν μπορεί να υποσχεθεί πια τίποτα ούτε καν στον ίδιο του τον εαυτό.

Σε αυτές τις ιστορικές στιγμές που ζούμε δεν υπάρχει κανένας λόγος να θυματοποιούμαστε μετρώντας τις πληγές της κρίσης στη ζωή μας. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια πρόκληση που μπορεί να ανοίξει νέους δρόμους για την κοινωνία. Αυτό που απαιτείται από την πλευρά όλων των κοινωνικών κομματιών είναι βγουν από μια κατάσταση μεμψιμοιρίας, φόβου, καλλιεργημένης άγνοιας και να συνειδητοποιήσουν τη συλλογική τους δύναμη. Τη δύναμη να γράφουν ιστορία.

Οι επερχόμενες εξεγέρσεις μας περιμένουν…


Επίθεση στα γράφεια της Οικιλογικής Α.Ε. στην Κάτω Τούμπα Θεσσαλονικη

7 Απριλίου, 2009

Επίθεση στα γράφεια της Οικιλογικής Α.Ε. στην Κάτω Τούμπα Θεσσαλονικη

αναδημοσίευση από http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1015338

Το Σάββατο 4 Απρίλη 30 περίπου άτομα επιτέθηκαν στα Γραφεία της εταιρείας Οικολογική Α.Ε. στην οδό Φιλήντα Μένου στην κάτω τούμπα.

Η οικολογική είναι η κοινοπραξία στην οποία συμμετέχει και η γνωστή πια ΟΙΚΟΜΕΤ. Η εργολαβική εταιρεία που ευθύνεται για την δολοφονική επίθεση στην κωσταντίνα Κούνεβα. Η οικολογική αποτελεί την αιχμή των δουλεμπορικών εταιρειών στον ελλαδικό χώρο. Έχοντας διασυνδέσεις σε πολιτικά γραφεία και κόμματα έχει καταφέρει να αναλάβει στη Θεσσαλονίκη το ΑΠΘ, την ΕΥΑΘ, τα Νοσοκομεία, και πολλούς άλλους δημόσιους οργανισμούς. Η συγκεκριμένη εταιρεία δεν έχει ανάγκη ούτε τα γκλαμουράτα γραφεία στο κέντρο για να προσελκύσει «πελάτες» ούτε κάποια διαφήμιση γιατί δουλεύει αλλιώς… Με κυκλώματα που αν τους πάει και κανείς κόντρα το οξύ το έχουν στην τσέπη τους. Άλλωστε γι’ αυτό και μια εταιρεία με χιλιάδες υπαλλήλους μόνο στη θεσσαλονίκη «κρύφτηκε» σε ένα στενό της τούμπας όπου και χρειάστηκε να την ξετρυπώσουμε και να την εκθέσουμε στο ταξικό μας μένος.

Η συγκεκριμένη λοιπόν εταιρεία μόνο στο απθ έχει υπογράψει σύμβαση που ανέρχεται περίπου στο ποσό των 25 εκ € για την καθαριότητα και φύλαξη του ΑΠΘ. Πληρώνει ψίχουλα και βγάζει εκατομμύρια. Αυτό που ουσιαστικά πουλάει είναι φθηνούς, αναλώσιμους και φοβισμένους υπαλλήλους. Μια ακόμη καινοτομία της συγκεριμένης εταιρείας είναι η πληρης ελαστικοποίηση της εργασίας. Μεταφέρει τους υπαλλήλους από εργολαβία σε εργολαβία, μειώνει και αυξάνει ωράρια, δουλεύεις 8ωρο και φαίνεται ότι δουλεύεις 6ωρο κτλ. Το αφεντικό της ο γνωστός οικονομάκης αξιοποιησε πλήρως τους αντίστοιχους νόμους που θεσπίστηκαν από το πανελλήνιο σοσιαλιστικό κίνημα.

Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν αποφασίσαμε να δράσουμε συλλογικά ενάντια στην συγκεκριμένη εργολαβική εταιρεία  καταστρέφοντας τα γραφεία της στη θεσσαλονίκη. Το σάββατο το μεσημέρι 30 από εμάς διαλύσαμε τις υλικές υποδομές της οικολογικής θέλοντας να στείλουμε ένα συμβολικό μύνημα. Όπου και αν πάνε θα τους πολεμαμέ. Την οικολογική και όλα τα αφεντικά. Από τις καθημερινές κόντρες στο χώρο εργασίας μας, μέχρι τις απεργίες, τις διαδηλώσεις και τις άμεσες δράσεις όπως αυτή του σαββάτου στις 4 απρίλη.

ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΣΘΩΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ ΚΑΜΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΜΕ ΤΑ ΑΦΕΝΤΙΚΑ


7 Απριλίου, 2009

out


EDITORIAL

7 Απριλίου, 2009

Εδώ και µερικούς µήνες υπάρχει µία διαρκής κουβέντα γύρω από την οικονοµική κρίση και τις διάφορες πτυχές της. Τα τηλεοπτικά κανάλια προβάλλουν καθηµέρινα το θέµα: µιλάνε για επιχειρήσεις που κλείνουν, για µαζικές απολύσεις εργαζοµένων, για τιµές που αυξάνονται…Έχουν αναλάβει τον ρόλο της ιδεολογικής διαχείρησης της κρίσης δίνοντας την εικόνα ότι ανήκει σε όλους µας. Όλοι µας ευθυνόµαστε και πρέπει να βοηθήσουµε να βγούµε από αυτήν. Μέσα σε αυτό το κλίµα φόβου και γενικευµένης ανασφάλειας, από την οθόνη της τηλεόρασης και τις εφηµερίδες, καθηµερινά εµφανίζονται ειδικοί που µέσα από την «αντικειµενικότητα της επιστήµης» µάς εξηγούν ότι πρόκειται για µία δύσκολη περίοδο και θα πρέπει όλοι µαζί να την υποµείνουµε, µε απώτερο στόχο τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Και ποιοί είµαστε εµείς που περνάµε αυτή την κρίση…;

Κρίση περνάει ο καπιταλισµός… Βέβαια, αυτοί που την πληρώνουν είναι όσες και όσοι ζουν σε έναν καπιταλιστικό κόσµο. Αυτές είναι που θα απολυθούν, αυτές είναι που θα µείνουν απλήρωτες για µήνες ή θα δουλεύουν αναγκαστικά λιγότερες ώρες, ώστε να µειωθεί ο µισθός τους, ενώ µπορεί να νιώθουν ότι το αφεντικό τούς κάνει χάρη που δεν τις απέλυσε. Μια τέτοια κατάσταση οδηγεί όλο και περισσότερο σε µία βίαιη υποβάθµιση των όρων ζωής. Το µέλλον φαντάζει όλο και πιο αβέβαιο.

Μέσα σε ένα τέτοιο κλίµα, όµως, ζήσαµε και την εµπειρία των ηµερών του δεκέµβρη που είχαν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά και µέσα σε αυτές είδαµε ότι διαφορετικές καταστάσεις είναι δυνατό να βιωθούν. Ο δρόµος ήταν για αρκετές µέρες το πεδίο συνάντησης ανθρώπων που, µέχρι τότε, δεν έτυχε να συνευρεθούν αλλού και να µοιραστούν τις αρνήσεις τους. Και βρίκονταν εκεί για µέρες, χωρίς κανέναν από τα πάνω σχεδιασµό και χωρίς αιτήµατα.

Οι άνθρωποι µε τους οποίους συναντηθήκαµε ήταν πολλοί και πολύ διαφορετικοί µεταξύ τους. Κανένας δεν κουβαλούσε µία µόνο ταυτότητα, δεν ήταν µονάχα αριστερός, εργαζόµενος, µαθήτρια, γυναίκα, δάσκαλος, άνεργη, µετανάστρια, γονιός, φοιτήτρια, αναρχικός. Ενώ, όσο είµασταν µαζί στο δρόµο, οι ταυτότητες έµοιαζαν να χάνουν όλο και περισσότερο το νόηµά τους. Όλοι εµείς βιώνουµε καθηµερινά την καταπίεση της εξουσίας µε πολλαπλές µορφές. Και οι λόγοι που µας ώθησαν στο δρόµο ίσως ήταν φαινοµενικά απροσδιόριστοι… ή ίσως και να ήταν πολλοί µαζί όπως: η καθηµερινή καταπίεση από τα αφεντικά, η βία που ασκεί το έθνος-κράτος σε µετανάστριες και µετανάστες, οι καθηµερινοί µικροί θάνατοι ή µια συνολική άρνηση αυτής της πραγµατικότητας…

Στον απόηχο των ηµερών του δεκέµβρη ακολούθησε η δολοφονική επίθεση στην Κ.Κούνεβα. Η Κωσταντίνα ως γυναίκα, µετανάστρια, εργαζόµενη στην καθαριότητα, αποτελεί κοµµάτι ενός ευάλωτου εργατικού δυναµικού στα µάτια των αφεντικών, κατάλληλο για την πιο άγρια εκµετάλλευση. Η βία µε την οποία απάντησαν τα αφεντικά της στον αγώνα που έκανε ως συνδυκαλίστρια είναι απόρροια µίας διάχυτης σεξιστικής, ρατσιστικής και ταξικής καταπίεσης.

Μέσα σε ένα σύµπλεγµα εξουσιαστικών σχέσεων, τον εξατοµικευµένο κόσµο που κατασκευάζει ο καπιταλισµός και τον διάχυτο κοινωνικό έλεγχο έχουµε να αντιτάξουµε τη συλλογικοποίηση των αρνήσεών µας. Ένα πεδίο συνάντησης που αφορά αποκλειστικά την εργασία δεν καλύπτει τις ανάγκες των ατόµων για αυτοοργάνωση της καθηµερινότητάς τους και ούτε µπορεί εύκολα πάνω σε αυτή να δηµιουργηθεί µια σταθερή δοµή (αφού τα άτοµα περνούν από τη µια εργασία στην άλλη σε σύντοµα χρονικά διαστήµατα). Αυτό που µας συνδέει είναι η πόλη, οι κοινές καταστάσεις που ζούµε και η κοινή επιθυµία να πάρουµε τις ζωές µας στα χέρια µας.

Η σύγκρουση µε αυτήν την πραγµατικότητα δεν έχει λόγους να τερµατιστεί, αφού ό,τι την προκάλεσε παραµένει. Οι µέρες του δεκέµβρη ήταν αποτέλεσµα συσσωρευµένης οργής, η οποία δεν παύει να βράζει µέσα στο κοινωνικό σώµα. Τίποτα δεν ξεκίνησε τώρα και σίγουρα δεν τέλειωσε…


ΦΥΛΟ και ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΑ

7 Απριλίου, 2009

Ζούµε σε µία περίοδο που χαρακτηρίζεται από την απώλεια της σταθερότητας. Στην εργασία (µερικής απασχόλησης, ορισµένου χρόνου, ενοικιαζόµενη, µαύρη, κ.α.), στους µισθούς, στα διαφορετικά επαγγελµατικά µονοπάτια που αναγκάζεται ή επιλέγει να ακολουθήσει κανείς, στο µέρος διαµονής του ατόµου, στις προσωπικές σχέσεις.

Στις µέρες µας η εργασία δεν λαµβάνει χώρα κατά κύριο λόγο σε καθορισµένα παραγωγικά σηµεία όπως είναι τα µεγάλα εργοστάσια και γραφεία, τα οποία ιστορικά έχουν υπάρξει χώροι κατασκευής σχετικά σταθερών ταυτοτήτων τόσο κοινωνικά όσο και πολιτικά. Το χαρακτηριστικό της σταθερότητας ήταν για καιρό συνδεδεµένο µε την εργασία της λεγόµενης φορντικής περιόδου. Το κράτος πρόνοιας, το οποίο αποτέλεσε έναν παράγοντα ασφάλειας, ιδρύθηκε και περιστράφηκε γύρω από την έννοια της σταθερής δουλειάς η οποία επίσης βασίστηκε στην κανονικοποίηση του κύκλου της ζωής του ατόµου. Σήµερα βρισκόµαστε σε ένα ιστορικό µεταβατικό σηµείο όπου η εργασία και η κοινωνική οργάνωση επανακαθορίζονται. Έχουµε έναν µετασχηµατισµό της εργασίας που ακολούθησε την κοινωνία της κατανάλωσης ελαστικοποιώντας την εργασίας. Νέες µορφές εργασίας έχουν διαµορφώσει αυτή την πραγµατικότητα οι οποίες σχετίζονται µε τοµείς όπως για παράδειγµα του επισιτισµού (π.χ. fastfood) και γενικότερα των υπηρεσιών (π.χ. τηλεφωνικά κέντρα).

Τα παραδοσιακά σχήµατα ανάλυσης της εργασίας έχουν την τάση να επικεντρώνονται σχεδόν εξολοκλήρου σε ένα στιβαρό οµογενοποιητικό σχήµα της εργασίας και των κοινωνικών σχέσεων, που περιστρέφεται κυρίως γύρω από τη δοµή της οικογένειας δηµιουργώντας ρόλους που διαµορφώνει το εργασιακό τοπίο. Κλασικό σχήµα είναι ένας ενήλικος άντρας, πατέρας και ο µόνος εισοδηµατίας, συνήθως ως µισθωτός µε σταθερή δουλειά. Αυτός ο τρόπος σκέψης έχει συµβάλει στο να γίνει αντιληπτή η εργασία µέσα από ένα πρίσµα διαχωρισµών µεταξύ πληρωµένης και απλήρωτης δουλειάς, µεταξύ δηµόσιας και ιδιωτικής σφαίρας και παράλληλα έχει διαµορφώσει µία ολόκληρη ηθική της εργασίας που θέτει τους δικούς της κανόνες στο «πώς πρέπει να ζει ένα άτόµο». Με αυτό τον τρόπο έχει παραχθεί ένας στενός ορισµός της εργασίας που διαχωρίζει την πληρωµένη µισθωτή εργασία από την απλήρωτη οικιακή εργασία. Αυτά τα εννοιολογικά όρια αµφισβητήθηκαν από το εργατίστικο φεµινιστικό κίνηµα της δεκαετίας του ‘70 το οποίο ενέτασσε στην γυναικεία εργασία τον γενικότερο ρόλο της γυναίκας στην ανατροφή των παιδιών που θα αποτελέσουν την µελλοντική εργατική δύναµη, την φροντίδα του άντρα-εργάτη και γενικότερα την οικιακή εργασία. Τις δεκαετίες του ‘80 και ‘90 γίνεται µία µαζική είσοδος γυναικών στην αγορά εργασίας το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα ανάγκη λόγω της υποχώρησης του εισοδήµατος αλλά και ένα από τα κάτω κοινωνικό αίτηµα.

Στη σύγχρονη εργασιακή πραγµατικότητα οι έµφυλες διακρίσεις δεν είναι τόσο ξεκάθαρα ορατές όσο στο παρελθόν και οι έµφυλες ταυτότητες που ισχυροποιούνται µέσα από την εργασία ίσως είναι λιγότερο απόλυτες. Βέβαια οι διαχωρισµοί δεν παύουν να υπάρχουν και να διαπερνούν τις ζωές µας, αναπαράγοντας πολλαπλούς καταναγκασµούς και ενισχύοντας διαφορετικούς ρόλους.

Το κοινωνικό φύλο

Το φύλο, µαζί µε τα στοιχεία που θεωρείται ότι αυτό φέρει, σαν κάτι εν γένει δεδοµένο, γίνεται αντιληπτό από την κυρίαρχη κουλτούρα ως ένα χαρακτηριστικό που προσδίδεται στον καθένα από την φύση του. Έτσι, κατά κύριο λόγο, ως φυσικά χαρακτηριστικά µιας γυναίκας µπορεί να θεωρούνται η τρυφερότητα, η στοργή, η θελκτικότητα, η περιποίηση, η ευγένεια, ενώ ενός άντρα ο δυναµισµός, η σταθερότητα, η ορµή, η αποφασιστικότητα, η ετοιµότητα να λαµβάνει πρωτοβουλίες, η σκληρότητα. Επίσης, θεωρείται φυσικό, τα άτοµα, λόγω του φύλου τους να υιοθετούν συγκεκριµένους ρόλους και ανάλογα µε το πόσο ορθά ανταποκρίνεται ο καθένας σε αυτούς να απολαµβάνει τελικά και της αντίστοιχης κοινωνικής αποδοχής.

Κάπως έτσι, διαµορφώνονται οι έµφυλες ταυτότητες, που αναπαράγονται µέσω της κοινωνικοποίησης και παγιώνονται, τελικά, στην αντίληψη των ατόµων ως κάτι το φυσιολογικό, ενώ παράλληλα, ενσωµατώνονται στις συµπεριφορές τους. Ωστόσο, στο βαθµό που τα άτοµα επιθυµούν να εκφραστούν έξω από τα όρια τους, αυτές οι έµφυλες ταυτότητες αποτελούν καταναγκασµούς που περιορίζουν την ελευθερία και γίνονται ένας µηχανισµός ελέγχου που καθορίζει τις συµπεριφορές, τις σχέσεις ή και τη θέση του ατόµου στο κοινωνικό σύνολο. Όταν, λοιπόν, αναφερόµαστε στα έµφυλα χαρακτηριστικά, για µας είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για µια κοινωνική κατασκευή και σε καµία περίπτωση για κάτι που οφείλεται σε βιολογικά αίτια.

Φύλο και εργασία

Το ζήτηµα που προκύπτει στο παρόν κείµενο είναι να διερευνήσουµε πώς εµφανίζεται το φύλο (οι έµφυλοι διαχωρισµοί, οι ρόλοι, οι καταναγκασµοί) µέσα στην συνθήκη της εργασιακής και υπαρξιακής επισφάλειας που βιώνεται όλο και περισσότερο από τους ανθρώπους τα τελευταία χρόνια. Μια παρατήρηση που κάνουµε είναι ότι σίγουρα η επισφάλεια δεν είναι ουδέτερη από άποψη φύλου. Για τους σκοπούς του κειµένου παραθέτουµε δύο κύριες οπτικές όσον αφορά στο πώς εµφανίζονται οι έµφυλες ταυτότητες στην επισφάλεια. Η πρώτη οπτική περιγράφει πώς το φύλο αναπαράγεται στην εργασία και κατά συνέπεια χρησιµοποιείται από αυτήν. Η δεύτερη το πώς ο θεσµός της οικογένειας και οι διαχωρισµοί φύλου που εµπεριέχει αλληλοδιαπλέκεται µε την επισφαλή συνθήκη ζωής.

1) Τα κυρίαρχα κοινωνικά φαντασιακά για τα φύλα χρησιµοποιούνται και αναπαράγονται από την εργασία.

Οι έµφυλοι ρόλοι µέσα στις εργασιακές σχέσεις γίνονται αντικείµενο αγοραπωλησίας καθώς στα πλαίσια της επισφαλούς συνθήκης όλα τα στοιχεία της προσωπικότητας του ατόµου έχουν πολύ περισσότερο συµµετοχικό ρόλο στην παραγωγική διαδικασία. Για να επιβιώσει το άτοµο µέσα σε µία αβέβαιη συνθήκη που είναι πιο επισφαλής και άρα πιο ανταγωνιστική πρέπει να παίζει ακόµα πιο σωστά τον έµφυλο ρόλο του. Σε αυτό το επίπεδο οι εκβιασµοί οξύνονται χωρίς όµως να µπορούµε να πούµε µε ποιόν τρόπο συµβαίνει αυτό κάθε φορά. Άλλες φορές γίνεται προς µία κατεύθυνση διαχωρισµού των φύλων και άλλες προς µία τάση οµογενοποίησής τους. Ας πάρουµε για παράδειγµα στον τοµέα των πωλήσεων. Σε κάποια καταστήµατα η γυναικεία φιγούρα χρησιµοποιείται για να προσφέρει την αίσθηση της περιποίησης, την δηµιουργία του ευχάριστου κλίµατος ενώ ο άντρας αναλαµβάνει να εµφυσήσει στον πελάτη το αίσθηµα της εµπιστοσύνης και της σιγουριάς. Ενδεικτικό είναι ότι στις περισσότερες αλυσίδες καταστηµάτων µε είδη ηλεκτρονικών υπολογιστών χρησιµοποιούνται άντρες για την εξυπηρέτηση στα ράφια µε τα προϊόντα ενώ στο ταµείο βρίσκονται γυναίκες. Αντίθετα άλλα καταστήµατα ακολουθούν µία γραµµή περισσότερο οµογενοποιητική όσον αφορά στα φύλα, οι υπάλληλοι φοράν παρόµοια ένδυση ώστε να προσοµοιάζουν µία κοινή οµάδα και να δηµιουργούν µε τον τρόπο αυτό ένα φιλικό κλίµα προς τον πελάτη. Επίσης lifestyle εν µέσω έµφυλης ταυτότητας και εργασιακό περιβάλλον φαίνεται να διαπλέκονται, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση καταστηµάτων κινητής τηλεφωνίας όπου σε κάποια εργάζονται είτε µόνο εµφανίσιµοι άντρες είτε µόνο εµφανίσιµες γυναίκες.

Σηµαντικό είναι να αναφερθούµε στον αναπτυσσόµενο κλάδο των υπηρεσιών φροντίδας (babysitting, φροντίδα ηλικιωµένων) όπου τα «θηλυκά» χαρακτηριστικά της τρυφερότητας και της περιποίησης χρησιµοποιούνται κατά κόρον. Το ίδιο µπορεί να συµβαίνει και σε άλλους τοµείς όπως σε τηλεφωνικά κέντρα και στο σέρβις σε µπαρ ενώ δουλειές που απαιτούν πιο τεχνικές γνώσεις και είναι περισσότερο χειρονακτικές θεωρείται ότι αφορούν περισσότερο το αντρικό φύλο. Σε κάθε περίπτωση η κατανοµή των ρόλων εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του χώρου εργασίας και το πως αυτός χειρίζεται τους έµφυλους διαχωρισµούς.

2) Ο θεσµός της οικογένειας και οι διαχωρισµοί φύλου που εµπεριέχει αλληλοδιαπλέκεται µε την επισφαλή συνθήκη ζωής

Tο πλέγµα των κοινωνικών σχέσεων και αξιών καθορίζει, στον βαθµό που µπορεί, τις επιλογές των ατόµων προς συγκεκριµένες κατευθύνσεις στις ζωές τους. Εδώ θα επικεντρώσουµε στον θεσµό της οικογένειας ως µία αφετηρία επισφαλών κατευθύνσεων ζωής σε σχέση πάντα µε την αναπαραγωγή της έµφυλης ταυτότητας.

Oσο υποχωρούν οι δεσµοί αλληλεγγύης στην κοινωνία (π.χ σε επίπεδο γειτονίας, µέσα στην ίδια την εργασία) τόσο εντείνεται ο ρόλος της οικογένειας και οι οικογενειακοί δεσµοί µε όλους τους προσωπικούς συµβιβασµούς που περιλαµβάνει αυτό. Στις µέρες µας ο θεσµός της οικογένειας µεταλλάσσεται, έχοντας όµως πάντα µία κοινή αναφορά, και αυτό αποτελεί ένα σηµαντικό σηµείο του γενικότερου κοινωνικού επανακαθορισµού. Ένας από τους ρόλους της οικογένειας, ιδιαίτερα στην ελληνική πραγµατικότητα, είναι να αποτελεί µία άτυπη µορφή κράτους πρόνοιας ελλείψει βέβαια του πραγµατικού. Αυτός ο παράγοντας είναι από µόνος του πολύ σηµαντικός στη µελέτη για το πώς η οικογένεια ως βασική µονάδα αναπαραγωγής της έµφυλης ταυτότητας τροφοδοτεί την επισφαλή συνθήκη.

Aρχικά περνάµε στο κλασικό µοντέλο της οικογένειας όπου βασικός ρόλος του άντρα είναι να εξασφαλίζει το οικονοµικό κοµµάτι ενώ η διαχείριση του σπιτιού και η ανατροφή των παιδιών είναι ευθύνη της µητέρας. Δεν πρόκειται για έναν διακανονισµό εργασιών αλλά για την αναπαραγωγή της έµφυλης ταυτότητας µε ό,τι χαρακτηριστικά αυτή ορίζει. Οι δουλείες του σπιτιού και η ανατροφή των παιδιών µας παραπέµπουν στη φροντίδα, τη στοργικότητα και την ευαισθησία. Αντίθετα, η εργασία και η διαχείριση των οικονοµικών απαιτεί δυναµικότητα, αποφασιστικότητα και διεκδίκηση. Αυτές οι περιγραφές φωτογραφίζουν απόλυτα την ήδη ορισµένη έµφυλη ταυτότητα. Με βάση αυτό το µοντέλο οικογένειας µπορούµε να πούµε ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που µία γυναίκα δουλεύει για ένα συµπληρωµατικό εισόδηµα (στο σπίτι), αφού άλλες είναι οι κατά βάση ευθύνες της. Με αυτόν τον τρόπο επιβιώνουν δουλειές, όπως για παράδειγµα η πώληση προϊόντων τηλεφωνικά από το σπίτι µε ποσοστά επί των πωλήσεων, προώθηση προϊόντων από σπίτι σε σπίτι, κ.α. Μιλάµε δηλαδή για δουλειές που γίνονται από το σπίτι.

Eίναι γεγονός ότι όσο περνάνε τα χρόνια συναντάµε όλο και λιγότερο το παραπάνω µοντέλο οικογένειας. Οι λόγοι είναι ένας συνδυασµός διεκδικήσεων αλλά και οικονοµικών απαιτήσεων της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας. Είναι σηµαντικό βέβαια να διευκρινίσουµε πως το κυρίαρχο µοντέλο σαν επιλογή της κοινωνίας δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα κατεύθυνση καθώς η κύρια γραµµή για το ποιός πρέπει να εξασφαλίζει το οικονοµικό κοµµάτι σε αντιδιαστολή µε τη διαχείριση του σπιτιού και την ανατροφή των παιδιών παραµένει η ίδια. Έτσι η βασική αλλαγή για την οικογενειακή πραγµατικότητα όπου εργάζονται και οι 2 γονείς είναι ότι για την γυναίκα απλά προστέθηκε και η εργασία. Εδώ έρχεται η συνθήκη της επισφάλειας να επωφεληθεί καθώς δηµιουργείται η ανάγκη για την κάλυψη θέσεων ηµιαπασχόλησης, θέσεων δηλαδή που τα ωράρια τους είναι αρκετά ευέλικτα έτσι ώστε να υπάρχει χρόνος για τη φροντίδα των παιδιών και του σπιτιού. Σηµαντικό ρόλο σε αυτή τη συνθήκη παίζει η απουσία υπηρεσιών κράτους πρόνοιας οπότε εντείνεται η αναγκαιότητα για εύρεση µίας λύσης και αυτή η λύση είναι είτε δουλεία µε µειωµένο ωράριο είτε επιστράτευση της γιαγιάς. Αυτές ήταν κάποιες ενδεικτικές περιπτώσεις για το πως η επισφάλεια εντείνεται στηριζόµενη σε ένα φάσµα συνθηκών που διαπερνώνται από την έµφυλη πραγµατικότητα.

Το φύλο στην επισφαλειοποίηση των ζωών µας

Oταν ένα άτοµο περιγράφει την ζωή του προσδιορίζει το δικό του µοντέλο επισφάλειας και µαζί µε αυτό τη δική του έµφυλη πραγµατικότητα. Μπορεί, για παράδειγµα, µία γυναίκα να πιστεύει ότι αν ήταν άντρας θα ένιωθε µεγαλύτερη πίεση να δουλεύει επισφαλώς επειδή δεν θα µπορούσε να στηρίξει την οικογένειά της όπως ορίζει το πρότυπο της ανδρικής εργασίας. Αντίστροφα µπορεί ένας άντρας επισφαλής εργαζόµενος να πιστεύει ότι αν ήταν γυναίκα θα είχε καταφέρει να αποκτήσει µία σταθερή δουλειά. Για κάποιον µπορεί να σηµαίνει να µην ξέρεις πότε θα πληρωθείς, για κάποια άλλη, που εργάζεται µαύρα, µπορεί να σηµαίνει να νοιώθεις στην δουλειά σου σαν φιλοξενούµενη και ότι διαρκώς χρωστάς κάτι σε κάποιον. Για κάποια έγκυο, επισφάλεια µπορεί να σηµαίνει να δουλεύεις µέχρι το βράδυ, επειδή δεν υπάρχει κάποια άδεια µητρότητας που να εξασφαλίσει την ανάγκη απουσίας από τη εργασία για µία χρονική περίοδο. Από µόνο του το ζήτηµα της εγκυµοσύνης στην επισφάλεια είναι τεράστιο καθώς η συνεχόµενη ανασφάλεια και αβεβαιότητα καθιστούν σχεδόν απαγορευτικό τον σχεδιασµό του, σε βαθµό που θα µπορούσαµε να µιλήσουµε για την δηµιουργία συνθηκών ενός νέου βιοπολιτικού ελέγχου.

Kλείνοντας κρίνουµε σηµαντικό να πούµε ότι για εµάς τα όρια µεταξύ εργασίας και µη-εργασίας είναι θολά. Θεωρούµε ότι µία ανάλυση για την εργασία µπορεί να διεξαχθεί µόνο φωτίζοντας τις ποικίλες αδιαχώριστες σφαίρες που συνιστούν την ζωή των ατόµων, δεδοµένου ότι η οργάνωση και διαµόρφωση της εργασίας δεν µπορούν να εξηγηθούν µόνο µε τους όρους του ‘τι είναι η εργασία αυτή καθεαυτή’. Για να ξεφύγουµε από αυτά τα στενά όρια µιλάµε για την «επισφαλειοποίηση των ζωών µας». Σκοπός µας είναι να ψηλαφίσουµε και να περιγράψουµε αυτή την µεταβαλλόµενη συνθήκη προεκτείνοντας τους περιορισµούς και τα νοήµατα της εργασίας στην σφαίρα της κοινωνικότητας. Μέσα από µία τέτοια οπτική προσπαθούµε να εξερευνήσουµε τον κόσµο της εργασίας και τον τρόπο µε τον οποίο η λειτουργία και η αξία του καθορίζονται από έναν πλουραλισµό σχέσεων και αλληλοδιαπλοκών. Έτσι γίνεται δυνατό να συλλάβουµε την εργασία ως µία δυναµική οµαδοποίηση πρακτικών και αναπαραστάσεων τα οποία σε διαφορετικά δηµογραφικά, πολιτιστικά και πολιτικά πλαίσια καθορίζουν τις δραστηριότητες, του ρόλους και τις προσδοκίες κάθε φύλου.


«Τα θέλουµε όλα»: Σκέψεις για την λογική των αιτηµάτων στην επισφάλεια

7 Απριλίου, 2009

02

«Τα θέλουµε όλα»: Σκέψεις για την λογική των αιτηµάτων στην επισφάλεια

Τα τελευταία 20 χρόνια εντοπίζουµε µια πορεία επισφαλειοποίησης η οποία επεκτείνεται σε όλα τα φάσµατα της ζωής µας. Η ελαστικοποίηση της εργασία έχει έναν βασικό ρόλο σε αυτό καθώς είναι σαφές ότι η ίδια η εργασιακή εµπειρία µετασχηµατίζει καθοριστικά την εµπειρία της καθηµερινής ζωής, είτε την µισεί κάποιος είτε απλά την ανέχεται. Σε προηγούµενες περιόδους οι εργάτες µπορεί επίσης να βίωναν συνθήκες επισφάλειας όσον αφορά στην επιβίωσή τους αλλά διέθεταν µία αίσθηση κοινότητας που τους ένωνε προς ένα όραµα και µία αγωνιστική διάθεση. Αντίθετα σήµερα η εργασιακή επισφάλεια, σε πιο ήπιες και ψυχολογικοποιηµένες µορφές, πολλαπλασιάζει τις δυνάµεις αδράνειας που ακινητοποιούν τους ανθρώπους, επικρατεί το αίσθηµα της παραίτηση και η ενσωµάτωση ενός ατοµικοποιηµένου φόβου. Ενδεικτικό παράδειγµα αυτού του φόβου για το µέλλον αλλά και µίας γενικότερης τάσης «να προστατέψουµε αυτά που έχουµε» είναι η ιδεολογίας της ασφάλειας που ζητά όλο και περισσότερη αστυνοµία, όλο και περισσότερη επιτήρηση, όλο και περισσότερη κρατική παρέµβαση. Παρατηρούµε, και οφείλουµε να δώσουµε έµφαση σε αυτό, µία τάση οχύρωσης σε αµυντικές ιδεολογίες τις οποίες επικαλούνται τόσο το κράτος, όσο και κοµµάτια της κοινωνίας που εναποθέτουν τις ελπίδες τους στις αγωνιστικές συνταγές του παρελθόντος. Στο παρελθόν ανήκει το φορντικό µοντέλο παραγωγής µερικά χαρακτηριστικά του οποίου ήταν η δηµιουργία στιβαρών κοινωνικών και πολιτικών ταυτοτήτων (π.χ. η ταυτότητα του βιοµηχανικού εργάτη) και η µία και εφ’όρου ζωής σταθερή εργασία. Προχωρώντας προς το µέλλον πρέπει να θυµόµαστε ότι το κράτος πρόνοιας ήταν αποτέλεσµα των συγκεκριµένων ιστορικών συνθηκών και ως τέτοιο δεν µπορεί να επαναληφθεί. Ο εργασιακός µεσαίωνας τoν οποίο διανύουµε δεν µπορεί να απαντηθεί µε αιτήµατα και έναν τρόπο σκέψης µίας περασµένης εποχής. Για συνεχίσουµε αυτή την λογική είναι σηµαντικό να πραγµατευτούµε δύο ερωτήµατα. Το πρώτο έχει να κάνει µε το δίλληµα για µόνιµη και σταθερή δουλειά ή εναλλαγή στις εργασίες. Θεωρούµε ότι το «ιδανικό» της µόνιµης-σταθερής δουλειάς, αν και δεν έχει ατονίσει τελείως (και αυτό φαίνεται π.χ από τις εξετάσεις του ΑΣΕΠ, τους διαγωνισµούς των τραπεζών κ.α.) έχει αµφισβητηθεί, δεν είναι δηλαδή ένα «ιδανικό» για όλους. Σίγουρα πολύ σηµαντική προς αυτή την κατεύθυνση έχει υπάρξει η ραγδαία ανάπτυξη του τριτογενή τοµέα, των υπηρεσιών ο οποίος έχει δηµιουργήσει επαγγέλµατα που συνδέονται ευκολότερα µε τα άτυπα εργασιακά καθεστώτα (ενώ στο δευτερογενή τοµέα, στη βιοµηχανία, όπου είναι πιο εδραιωµένο το µοντέλο του 5µερου-8ωρου). Τελικά η µόνιµη σταθερή εργασία αµφισβητήθηκε τόσο από τα κάτω π.χ. από την επιθυµία κάποιων νέων και γυναικών να δουλεύουν ευέλικτα όσο και από το κεφάλαιο το οποίο δεν το συµφέρει να αναπαράγει ένα µοντέλο εργασίας που το ’70 και το ’80 γέννησαν µια σωρεία αγώνων. Από την άλλη µεριά, η εναλλαγή στις εργασίες, που είναι σίγουρα µια “πιο πλούσια εµπειρία ζωής”, επιβάλλεται σήµερα µονοµερώς και πολύ βίαια «από τα πάνω» και δεν είναι παρά σπάνια µια ελεύθερη επιλογή των εργαζοµένων. Τι να επιλέξουµε από το δίπολο «µόνιµη-σταθερή» ή «ευέλικτη-προσωρινή» εργασία; Το συγκεκριµένο δίληµµα είναι πλαστό. Όπου και αν βρεθούµε, είτε ως «µόνιµοι» είτε ως «προσωρινοί», είµαστε αναγκασµένοι να παλέψουµε συλλογικά για καλύτερες συνθήκες, έχοντας πάντα ως µακροπρόθεσµη προοπτική και όραµα την απελευθέρωση από τον εκβιασµό της µισθωτής εργασίας. Το δεύτερο ζήτηµα αφορά στο ερώτηµα για περισσότερο κράτος, κράτος πρόνοιας-ασφάλειας ή µορφές κοινωνικής αυτόοργάνωσης, µη γραφειοκρατικές/ιεραρχικές. Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουµε ότι δεν απαξιώνουµε τους αγώνες που π.χ. ζητάνε ένα αυξηµένο επίδοµα ανεργίας,. Μας ενδιαφέρει όµως περισσότερο να στοχοποιούµε την εργοδοσία και λιγότερο να ζητάµε ένα κράτος-προστάτη. Γιατί πως είµαστε σίγουροι ότι δεν θα επαναληφθεί η «κρατικοποίηση του ’80», όταν δηλαδή όλες σχεδόν οι µορφές αυτόνοµης κοινωνικής οργάνωσης (εργοστασιακά σωµατεία, επιτροπές γειτονιάς, οµάδες γυναικών κ.α.) που ξεπήδησαν µε την µεταπολίτευση και ήταν ριζοσπαστικές, ενσωµατώθηκαν στις κρατικές δοµές και «αφυδατώθηκαν»; Αν επαναπαυτούµε πάνω στο «καλό κράτος» ή τον «καλό εργοδότη»…αργά ή γρήγορα θα βρεθούµε πάλι µόνοι µας…αδύναµοι… Θα θέλαµε όµως να εξετάσουµε λίγο πιο συγκεκριµένα, το µηχανισµό της «λογικής των αιτηµάτων» και να δούµε πως αυτός µορφοποιείται και εξελίσσεται στη διάρκεια του χρόνου. Ο µηχανισµός αυτός είναι περισσότερο δηµιούργηµα των αγώνων από το δεύτερο µισό του 20ου αι. (από τον β’ παγκόσµιο πόλεµο και µετά), που είναι κυρίως αγώνες «διατήρησης των κεκτηµένων κοινωνικών συµβολαίων». Τα «κοινωνικά συµβόλαια» οδήγησαν σε ένα νέο κύκλο διεκδικήσεων στα τέλη του ’60 και σε όλη τη διάρκεια του ’70. Ακολουθεί η δεκαετία του ’80, όπου το κεφάλαιο στην προσπάθειά του να βρει αποτελεσµατικότερους τρόπους επέκτασης (π.χ φυγή στο δανεισµό), «σπάει» και πάλι τα κοινωνικά συµβόλαια. Όλοι οι αγώνες από το ’90 και µετά είναι στη πλειοψηφία τους αγώνες «διατήρησης των κεκτηµένων», οι οποίοι λαµβάνουν χώρα στα πλαίσια µιας ευρύτερης «κρίσης νοµιµοποίησης» του ιστορικού καπιταλισµού. Αποτελούν κοµµάτι µιας ευρύτερης διαδικασίας που µπορεί να παρασταθεί απλά και σχηµατικά ως εξής: διεκδίκηση µέσω αιτηµάτων- µερική ικανοποίηση αυτών- επίθεση κράτους και κεφαλαίου-διεκδίκηση µέσω αιτηµάτων κ.ο.κ. Αν τώρα ερµηνεύσουµε την µερική ικανοποίηση ως τη συγκεκριµένη µορφή που παίρνει το «κοινωνικό κράτος» κάθε φορά, µπορούµε να πούµε ότι η «λογική των αιτηµάτων» εξαντλείται στη µεταβολή του «κράτους πρόνοιας», µετατρέποντας το συνολικό κράτος σε «λίγο καλύτερο», κάτι όµως που είναι προσωρινό (δηλαδή µέχρι την επόµενη επίθεση), οδηγώντας ταυτόχρονα και στην προσωρινή εκτόνωση των συνολικότερων και ουσιαστικότερων κοινωνικών συγκρούσεων που υποβόσκουν κάθε στιγµή µέσα στο καπιταλιστικό σύστηµα. Το πακέτο αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από µία πρόσκαιρη συγκάλυψη των συγκρούσεων (π.χ. επίπεδο µισθών, ένταση εργασίας και εργασιακές συνθήκες, οικονοµικές κρίσεις, πόλεµοι) που είναι σύµφυτες µε την λειτουργία του καπιταλισµού. Η ιστορική του πορεία µοιάζει µε ένα µπαλόνι που φουσκώνει και ξεφουσκώνει. Θα αναρωτηθεί τώρα κανείς: αν απορρίψουµε τη λογική των αιτηµάτων τότε ποιοι µπορεί να είναι οι τρόποι διεκδίκησης; Καταρχήν οι διεκδικήσεις και τα µέσα δράσεις δεν µπορούν να αφορούν σε κάποιους αποσπασµατικούς αγώνες αλλά σε µία ενιαία και συνολική διεκδίκηση των ζωών µας. Το πιο πρόσφατο παράδειγµα, το οποίο βιώσαµε και εµείς οι ίδιοι είναι η εξέγερση του Δεκέµβρη. Μια εξέγερση που πραγµατοποιήθηκε, επειδή κατακερµατισµένα κοινωνικά κοµµάτια κατάφεραν να σπάσουν τις ταυτότητές τους (τουλάχιστον στο δρόµο) και να απαντήσουν δυναµικά. Πίσω από την αφορµή της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου υπήρχαν διαφορετικά κίνητρα και περιεχόµενα, τα οποία πήραν µια συγκεκριµένη δυναµική µορφή, οδηγώντας τη θεσµική εξουσία σε αµηχανία, µπέρδεµα και το πιο αστείο από όλα, στο να πάρει πίσω νοµοσχέδια χωρίς να της το ζητήσει κανείς… Να θυµηθούµε ότι η εξέγερση του Δεκέµβρη δεν είχε συγκεκριµένα αιτήµατα. Τη σηµερινή αίσθηση µαταιότητας σε σχέση µε τη λογική των αιτηµάτων και του κοινωνικού κράτους ως µεθοδολογίας επίλυσης συγκρούσεων ενισχύει και η εικόνα παρακµής των φορέων που την εκφράζουν. Όχι ότι στο παρελθόν δεν υπήρξαν µαχητικά σωµατεία αλλά σήµερα είναι σηµαντικό να καταγράψουµε την εικόνα τους και να προσπαθήσουµε να βρούµε τις αιτίες τις παρακµής τους για να βγάλουµε ίσως χρήσιµα συµπεράσµατα. Ας δούµε το παράδειγµα της Κωνσταντίνας Κούνεβα, της µαχητικής συνδικαλίστριας, που επεδίωξε τα αυτονόητα γι’αυτήν και τις συναδέλφισσές της και δέχτηκε αυτήν την δολοφονική επίθεση. Ο επίσηµος γραφειοκρατικός συνδικαλισµός της γύρισε κραυγαλέα την πλάτη και χρειάστηκαν κάποια «µορφώµατα» και οµάδες, που ξεπήδησαν ή ενισχύθηκαν από την εξέγερση του Δεκέµβρη, για να αναδείξουν το ζήτηµα. Χαρακτηριστικό παράδειγµα η κατάληψη του εργατικού κέντρου Θεσσαλονίκης, το οποίο υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει περίπου 300.000! εργαζόµενους, από τους οποίους ελάχιστοι ευαισθητοποιήθηκαν, είτε επικαλούµενοι την απογοήτευση και σιχαµάρα τους για τους συνδικαλιστές αντιπροσώπους τους είτε εκφράζοντας µια κυνική αδιαφορία του στυλ: «ε, και τώρα τι να κάνουµε». Οι αιτίες της τραγικής αυτής εικόνας βρίσκονται για εµάς στην ίδια τη δοµή του και στην αντίληψη που αυτή δηµιουργεί στους εργαζόµενους. Η ιεραρχική δοµή (εκλογή αντιπροσώπων και διοικητικών συµβουλίων) σε συνδυασµό µε την προσπάθεια της θεσµικής εξουσίας για ενσωµάτωση και χειραγώγηση, έχει ως αποτέλεσµα τη σταδιακή µετατροπή των πρώτων, σε υπαλλήλους των εκάστοτε κυβερνήσεων και κοµµάτων. Αποτέλεσµα αυτής της δοµής είναι η αποµάκρυνση της βάσης των εργαζοµένων από την ουσιαστική λειτουργία του σωµατείου, την παραίτηση και την αδιαφορία για τα προβλήµατα του κλάδου αλλά και την αποκοπή των όποιων συνεκτικών δεσµών µε τα άλλα σωµατεία και τους εργαζόµενους (κατακερµατισµός). Όλη αυτή η προβληµατική διαδικασία απεικονίζεται στις πορείες-κηδείες, που καταλήγουν έξω από κάποιο υπουργείο για να επιδώσουν ψηφίσµατα διαµαρτυρίας στον κύριο υπουργό. Ψηφίσµατα, που την επόµενη στιγµή θα καταλήξουν στον κάλαθο των αχρήστων. Βάση λοιπόν αυτής της προσέγγισής θα θέλαµε να διασαφηνίσουµε τη σύνδεσή µας µε την ανοιχτή συνέλευση ενάντια στις εργολαβίες στο α.π.θ. Φυσικά και αντιλαµβανόµαστε ότι η ικανοποίηση του αιτήµατός για µονιµοποίηση των εργαζοµένων θα τους φέρει σε καλύτερη θέση από το να δουλεύουν σε καθεστώς δουλεµπορίου. Ωστόσο η ικανοποίηση αυτού του αιτήµατος δεν αποτελεί για εµάς αυτοσκοπό. Επιδίωξή µας είναι, µε αφορµή αυτό το αίτηµα, να συµβάλλουµε προς µία κατεύθυνση που θα φέρει κοντά τα διάφορα κατακερµατισµένα κοινωνικά κοµµάτια, σε µια προσπάθεια να σπάσουµε τις ταυτότητές µας (εργαζόµενοι σε διαφορετικούς κλάδους, άνεργοι, φοιτητές, µετανάστες), όπως πιστεύουµε ότι επιδιώκει και αυτή η συνέλευση και να τονίσουµε τις αµεσοδηµοκρατικές και αδιαµεσολάβητες διαδικασίες ως απαραίτητα εργαλεία για την συνολική κοινωνική απελευθέρωση. Αν λοιπόν αρνηθούµε την αναπαραγωγή των στερεότυπων που πηγάζουν από την όποια ταυτότητά µας και υιοθετήσουµε τις οριζόντιες διαδικασίες, µπορούµε να φτιάξουµε πολλά τέτοια δυναµικά µορφώµατα είτε αυτοοργανωµένες οµάδες µε εργαζόµενους σε διαφορετικούς κλάδους µαζί µε άνεργους είτε αυτοοργανωµένα σωµατεία βάσης ενός συγκεκριµένου κλάδου. Μορφώµατα, για τα οποία η διεκδίκηση κάποιου αιτήµατος, δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από µια αφορµή για την συνολική διεκδίκηση της ζωής µας.


H KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΥΝΕΒΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΗ

7 Απριλίου, 2009

H KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΥΝΕΒΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΗ

Την Τρίτη 23 Δεκέµβρη η συνδικαλίστρια της Παναττικής Ένωσης Καθαριστριών και Οικιακού Προσωπικού Κωνσταντίνα Κούνεβα, δέχτηκε επίθεση µε βιτριόλι, έξω από το σπίτι της επιστρέφοντας απ’ τη δουλειά της. Η Κωνσταντίνα Κούνεβα, εργαζόµενη, µετανάστρια και συνδικαλίστρια ήρθε σε κόντρα µε την εργοδοσία της «ΟΙΚΟΜΕΤ Α.Ε.» εταιρία καθαρισµού, επιχείρηση κάποιου Νικήτα Οικονοµάκη, στελέχους του ΠΑΣΟΚ, που έχει αναλάβει εργολαβίες καθαριότητας στον ΗΣΑΠ και την ΕΒΟ (ελληνική βιοµηχανία οχηµάτων) καθώς και σε διάφορα νοσοκοµεία και υπενοικιάζει κυρίως αλλοδαπούς εργάτες/τριες οι οποίοι δουλεύουν σε άθλιες συνθήκες και µε µηδενικά δικαιώµατα. Εργάζονται 6 ώρες και πληρώνονται για 4-5, απολύονται, εκβιάζονται, και τώρα τυφλώνονται και µε οξύ… Η Κωνσταντίνα Κούνεβα, σε συνέντευξή της στο βέλγο φωτορεπόρτερ Ζακί Ντελόρµ, 26/11/2008, αναφέρει: «Δεν έχουµε την υποστήριξη που θα έπρεπε από τις αρχές. Οι µηχανισµοί της Επιθεώρησης Εργασίας δε λειτουργούν προς όφελός µας, είναι από την πλευρά της εργοδοσίας. Δουλεύουµε µόνες µας». Η τελευταία σύγκρουση µεταξύ της Κωνσταντίνας και των αφεντικών της αφορούσε το δώρο των Χριστουγέννων. Η εργοδοσία έβαζε τις εργαζόµενες να υπογράφουν πως το έλαβαν ολόκληρο ενώ στην πραγµατικότητα είχαν πάρει ένα µέρος του. Η Κούνεβα τους ζητούσε να µη δεχτούν τον εκβιασµό και να µην υπογράψουν. Η ίδια δεχόταν το τελευταίο διάστηµα απειλές για τη ζωή της. Συγκεκριµένα, όπως είχε δηλώσει στο βέλγο φωτορεπόρτερ στην προαναφερόµενη συνέντευξη, είχε δεχτεί απειλητικά τηλεφωνήµατα για τη ζωή της, ευθείες απειλές, υποψιαζόταν ότι µεθόδευαν την απέλασή της, έστειλαν την αστυνοµία να την πιάσει περικυκλώνοντας το σταθµό του ΗΣΑΠ στο Μαρούσι όπου εργαζόταν… Η επίθεση εναντίον της ήταν η πραγµατοποίηση αυτών των απειλών και µια απόπειρα να εξοντωθεί η ίδια και να τροµοκρατηθούν οι συνάδελφοί της. Δυστυχώς το γεγονός της απόπειρας δολοφονίας µιας αγωνίστριας µετανάστριας εργάτριας ήταν αυτό που έφερε στην επιφάνεια την πραγµατική κατάσταση την οποία βιώνουν εκατοντάδες εργαζόµενοι/ες στον τοµέα των υπηρεσιών καθαριότητας και όχι µόνο. Δυστυχώς το γεγονός αυτό απέδειξε µε τον πλέον φρικιαστικό τρόπο το ρόλο του επίσηµου συνδικαλισµού, τον ρόλο των κοµµάτων και τον ρόλο των «συνέταιρων» πολιτικών στην µπίζνα που ονοµάζεται εργολαβίες, επινοικίαση εργαζοµένων, σύµβαση έργου κτλ. Δυστυχώς χρειάστηκε το ΓΕΓΟΝΟΣ για να αποκαλύψει τις πραγµατικές διαστάσεις και συνέπειες της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων στις πλάτες των εργαζοµένων, και ειδικότερα των πιο ευάλωτων, τις γυναίκες και τους µετανάστες. Μπορούµε να µιλάµε στο εξής για σύγχρονο δουλεµπόριο. Όπου ο εκβιασµός της εργασίας στην προκειµένη παίρνει διαστάσεις απειλής της ζωής, της αξιοπρέπειας και της ακεραιότητας των εργαζοµένων. Πρόκειται για καθαρή και απροκάλυπτη εργοδοτική τροµοκρατία. Και ως τέτοια την αντιλήφθηκε ένα κοµµάτι ριζοσπαστικοποιηµένου από την εξέγερση του Δεκέµβρη κόσµου. Και ως τέτοια (επιτέλους) έµελε να απαντηθεί. Ένα πλήθος ενεργειών συµπαράστασης χωρίς ιδιαίτερο συντονισµό µεταξύ τους στόχευσε στην κατάδειξη των υπευθύνων της δολοφονικής επίθεσης στην Κ. Κούνεβα. Από αυτή την ευθύνη, όσο και αν ακούγεται αντιφατικό, δεν υπολoίπεται η ΓΣΕΕ, η οποία όχι µόνο γνώριζε για τους αγώνες των καθαριστριών και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτοί πραγµατώνονται αλλά φτάνει στο σηµείο και η ίδια στα κτίρια της να δέχεται συνεργία καθαρισµού µέσω εργολαβιών τύπου ΟΙΚΟΜΕΤ. Αµέσως µόλις έγινε γνωστή η τροµοκρατική επίθεση πραγµατοποιήθηκε συγκέντρωση αλληλεγγύης έξω από τον Ευαγγελισµό από εργαζόµενους που κατήγγειλαν την εργοδοτική τροµοκρατία και επίθεση.

Ακολούθησαν:

• 27/12: Κατάληψη στο Κεντρικό κτίριο του ΗΣΑΠ

• 29/12 Πορεία αλληλεγγύης (Πειραιάς) – Αφού πέρασε από το µπατσάδικο η πορεία, στην επιστροφή ξαναπέρασε από τα γραφεία του νονού-αφεντικού της ΟΙΚΟΜΕΤ όπου ξυλοφορτώθηκαν άγρια τα ΜΑΤ

• 30/12: Κατάληψη στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης µε σκοπό την άσκηση πίεσης για να καλεστεί απεργία από την ΓΣΕΕ – κάτι που φυσικά δεν πραγµατοποιήθηκε – και την συσπείρωση στην κατεύθυνση ανάληψης δράσεων αλληλεγγύης.

• 31/12 Δράση στον σταθµό της Οµόνοιας

• 3/1 Πορεία αλληλεγγύης στα Άνω Πετράλωνα(Αθήνα)

• 5/1 Πορεία αλληλεγγύης καλεσµένη από το κατειληµµένο Εργατικό κέντρο Θεσσαλονίκης προς τις δυτικές συνοικίες της πόλης.

• 7/1 Θεσσαλονίκη :επίθεση στην Επιθεώρηση Εργασίας

• 8/1: Κατάληψη Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης

• 9/1: Επίθεση και σπάσιµο των γραφείων της Αdecco και της ΟΙΚΟΜΕΤ (Θεσσαλονίκη)

• 9/1: Κατάληψη στο Εργατικό Κέντρο Ιωαννίνων

• 12/1: Κατάληψη στο Εργατικό Κέντρο Βόλου

• 14/1: Κατάληψη στο γραφείο του διοικητή του Ευαγγελισµού πραγµατοποίησαν δεκάδες εργαζόµενοι της πρωτοβουλίας 27 σωµατείων ενάντια στο δουλεµπόριο εργαζοµένων και απαιτώντας από τη διοίκηση του νοσοκοµείου να σταµατήσει αυτή την πρακτική που οδηγεί σε συνθήκες εργασιακού µεσαίωνα εργάτριες, κυρίως µετανάστριες.

• 14/1: Κατάληψη στο Εργατικό Κέντρο Ξάνθης

• 20/1: Η Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στην Κωνσταντίνα Κούνεβα πραγµατοποίησε παρέµβαση διαµαρτυρίας στον Κεντρικό Σταθµό του ΟΣΕ στη Θεσσαλονίκη για το καθεστώς των εργολαβιών στο Δηµόσιο.

• 21/1: Κατάληψη στην Επιθεώρηση Εργασίας στην Αγ. Παρασκευή και στη Δάφνη στην Αθήνα

• 22/1: Αθήνα: Πορεία µε συµµετοχή πάνω από 10.000 αλληλέγγυων εργαζόµενων, φοιτητών, µαθητών – συγκρούσεις µε τα Ματ στο Υπ. Απασχόλησης, εκτεταµένες επιθέσεις σε πολυτελή καταστήµατα – Θεσσαλονίκη: Πορεία 2000 ατόµων, κατά την διάρκεια της πορείας σπάστηκε η πόρτα του Εµπορικού και Βιοµηχανικού Επιµελητηρίου και πετάχτηκαν µπογιές στην πρόσοψη του κτιρίου.

• 24-25/1: Διήµερο εκδηλώσεων αλληλεγγύης (Ν.Φιλαδέλφεια)

• 31/1: Πορεία αλληλεγγύης στον ΗΣΑΠ Πειραιά

• 4/2: Μαζική παράσταση διαµαρτυρίας της ΠΕΚΟΠ και της Πρωτοβουλίας Πρωτοβάθµιων Σωµατείων στη 1η ΔΥΠΕ Αττικής, η οποία είναι η εποπτεύουσα αρχή των Νοσοκοµείων του Νοµού Αττικής καταγγέλοντες τις συνθήκες εργασίας.

• 6/2: Επίθεση σε γραφεία επινοικίασης εργαζοµένων | Παρέµβαση στο Ε.Κ. Κοζάνης

• 7/2: Η Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στην Κ. Κούνεβα οργάνωσε παρέµβαση στο µεγαλύτερο εµπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, Mediterranean Cosmos. Στην παρέµβαση συµµετείχαν 70 άτοµα από διάφορους πολιτικούς χώρους και µοιράστηκαν κείµενα στους/στις εργαζόµενους/ες που καλούσαν σε πορεία στις 19/1

• 9/2: Κατάληψη ραδιοφωνικών σταθµών στη Μυτιλήνη | Παρέµβαση αλληλεγγύης στο Ωραιόκαστρο

• 13/2: Μικροφωνική αλληλεγγύης στην Κοζάνη

• 17/2: Επίθεση στα γραφεία της ΟΙΚΟΜΕΤ στον Πειραιά| Συγκέντρωση στην Κοµοτηνή

• 18/2: Παρέµβαση αλληλεγγύης στο Ψυχιατρικό Νοσοκοµείο Αθήνας (Αθήνα)

• 19/2: Συγκεντρώσεις και πορείες αλληλεγγύης: Αθήνα | Θεσσαλονίκη | Bόλος | Χανιά |

• 19/2: Επίθεση σε εταιρίες καθαρισµού εταιρείες που αναλαµβάνουν εργολαβίες στο χώρο του καθαρισµού. Το µεσηµέρι δέχεται επίθεση η «Οικολογική» στον Πειραιά, και το απόγευµα η «Αριάνθη» στην περιοχή του Αγίου Νικολάου. Οι επιθέσεις έγιναν σε ένδειξη αλληλεγγύης στην Κωνσταντίνα Κούνεβα και σε όλους τους εκµεταλλευόµενους!

• 20/2 Έπειτα από απόφαση της λαϊκής συνέλευσης των κατοίκων Πετραλώνων/Κουκακίου/Θησείου, έγινε κατάληψη στον σταθµό του ΗΣΑΠ, διαβάζονταν συνεχώς κείµενα από το µικρόφωνο του σταθµού, ενώ αντί να χτυπήσουν εισιτήριο, στους επιβάτες µοιραζόταν το κείµενο της λαϊκής συνέλευσης.

• 21/2 Πραγµατοποιήθηκε ανοιχτή εκδήλωση στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης µε θέµα το καθεστώς εργασίας των εργαζοµένων µέσω εργολαβιών στο Α.Π.Θ. και την εργοδοτική τροµοκρατία από την «Πρωτοβουλία για την κοινή δράση ενάντια στις εργολαβίες στο Α.Π.Θ.».

• 25/2 Η Πρωτοβουλία των 90 Σωµατείων για την αλληλεγγύη στην Κωνσταντίνα Κούνεβα και την κατάργηση του δουλεµπορίου στο δηµόσιο και ιδιωτικό τοµέα πραγµατοποίησε παράσταση διαµαρτυρίας και συµβολική κατάληψη των γραφείων της διοίκησης του ΗΣΑΠ.

• 6/3: Αθήνα – Κατάληψη από 80 συντρόφους/ισσες του σταθµού Αττικής για αλληλεγγύη στην Κωνσταντίνα Κούνεβα – Κιλκίς – Συναυλία αληλεγγύης

• 7/3 Κοµοτηνή – Συναυλία αλληλεγγύης

• 7/3: Κοµοτηνή – Συναυλία αλληλεγγύης

• 8/3: Μοσχάτο – Εκδήλωση αλληλεγγύης και οικονοµικής ενίσχυσης της Κωνσταντίνας – Σόφια (Βουλγαρία) – Πορεία αλληλεγγύης στην Κούνεβα και όλες τις εκµεταλλευόµενες γυναίκες του κόσµου από τη φοιτητική οµάδα «Priziv za obrazovanie» (Call-out for education)

• 16/3: Θεσσαλονίκη – Καταλαµβάνεται η Πρυτανεία του Α.Π.Θ. µε σκοπό να φύγουν οι εργολαβίες από το Α.Π.Θ. και από παντού. Το πανεπιστήµιο προκειµένου να καλύψει πάγιες ανάγκες του, όπως π.χ. ο καθαρισµός, συνάπτει συµβάσεις µε εργολαβικές εταιρίες (στην περίπτωση του Α.Π.Θ. µε την «Οικολογική», η οποία συνεργάζεται µε την ΟΙΚΟΜΕΤ) και αυτές αναλαµβάνουν µε δικά τους µέσα (δηλ. δικό τους προσωπικό και εξοπλισµό) να διεκπεραιώσουν το έργο. Στην πράξη παρουσιάζονται στις σχέσεις των εργαζοµένων µε την εργολαβική εταιρία φαινόµενα αντίστοιχου πνεύµατος µε αυτά που αντιµετώπιζε η Κ. Κούνεβα – επισφάλεια, ανασφάλεια εάν θα ανανεωθούν οι συµβάσεις ορισµένου χρόνου, εργοδοτική αυθαιρεσία, απειλές και τροµοκρατία.

• 13/3: Υπό κατάληψη από αναρχικούς και αντιεξουσιαστές βρέθηκε τις αµέσως προηγούµενες ώρες ο σταθµός του Μετρό στο Αιγάλεω. Η κοινωνική του λειτουργία δεν εµποδίστηκε, µπλοκαρίστηκαν τα µηχανήµατα ακύρωσης εισιτηρίων, ακυρώθηκαν οι εισπρακτικές και ελεγκτικές λειτουργίες και µοιράστηκε υλικό αντιπληροφόρησης για την υπόθεση της Κ. Κούνεβα. Η κίνηση αυτή εξελίχθηκε σε συντονισµό µε άλλες καταλήψεις την ίδια ώρα σε διάφορους σταθµούς Μετρό και ΗΣΑΠ για την αλληλεγγύη στην Κ. Κούνεβα. – Εκδήλωση αλληλεγγύης στη Κ. Κούνεβα στο Λονδίνο

• 19/3: Ξάνθη – Πορεία αλληλεγγύης για την Κωνσταντίνα Κούνεβα και κάθε εργαζόµενο αγωνιστή – Θεσσαλονίκη – Πορεία ενάντια στις εργολαβίες και αλληλεγγύης στην Κ.Κούνεβα από την ανοιχτή συνέλευση κατάληψης Πρυτανείας, το σωµατείο εργαζοµένων στο Α.Π.Θ. και συλλόγους φοιτητών.

• 20/3: Θεσσαλονίκη- Κατάληψη της επιθεώρησης εργασίας από την ανοιχτή συνέλευση κατάληψης πρυτανείας.

• 27/3: Σπάρτη – Κατάληψη Εργατικού Κέντρου – 2ήµερο εκδηλώσεων


ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΠΡΥΤΑΝΕΙΑΣ ΑΠΘ

17 Μαρτίου, 2009

xxaΟύτε στο ΑΠΘ ούτε πουθενά οι εργολαβίες των δουλεμπόρων Η Κωνσταντίνα Κούνεβα είναι μετανάστρια από τη Βουλγαρία και εργαζόταν ως καθαρίστρια στον ΗΣΑΠ μέσω της εργολαβικής εταιρίας ΟΙΚΟΜΕΤ. Είναι μαχητική συνδικαλίστρια στην Παναττική Ένωση Καθαριστριών και Οικιακού Προσωπικού και δεχόταν απειλές για τη συνδικαλιστική της δράση. Το βράδυ της 22ας Δεκεμβρίου του 2008, δέχτηκε δολοφονική επίθεση με βιτριόλι καθώς επέστρεφε σπίτι της από τη δουλειά. Σήμερα νοσηλεύεται ακόμα σε κρίσιμη κατάσταση, έχοντας υποστεί βλάβες σε ζωτικά όργανα και στο πρόσωπο. Η επίθεση στην Κ. Κούνεβα δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία σε ένα ειδυλλιακό τοπίο. Εντάσσεται σε ένα πλαίσιο ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων κι επισφάλειας (βλ. μερική απασχόληση, βαρέα που γίνονται μικτά, απλήρωτες υπερωρίες, εταιρίες ενοικίασης εργαζομένων τύπου Adecco), και εργοδοτικής παρανομίας και τρομοκρατίας (βλ. μαύρη εργασία, εργαζόμενοι που αναγκάζονται να υπογράψουν για λιγότερα απ’ όσα παίρνουν ή να υπογράψουν λευκές συμβάσεις, απειλές). Όλα αυτά εντείνονται από την δυσκολία των εργαζομένων να οργανωθούν και να διεκδικήσουν συλλογικά, καθώς τα συνδικαλιστικά σωματεία είναι συχνά κομματικοποιημένα, εργοδοτικά και διεφθαρμένα. Αυτή την κατάσταση τη βιώνουμε όλοι παντού γύρω μας, είτε άμεσα ως τωρινοί ή μελλοντικοί ελαστικά εργαζόμενοι, είτε αντιμετωπίζοντας την στην κοινωνική μας πραγματικότητα. Το καθεστώς αυτό καλά κρατεί και μέσα στο Α.Π.Θ., με τη μορφή των εργολαβιών. Το πανεπιστήμιο προκειμένου να καλύψει πάγιες ανάγκες του, όπως π.χ. ο καθαρισμός, συνάπτει συμβάσεις με εργολαβικές εταιρίες (στην περίπτωση του Α.Π.Θ. με την «Οικολογική», η οποία συνεργάζεται με την ΟΙΚΟΜΕΤ) και αυτές αναλαμβάνουν με δικά τους μέσα (δηλ. δικό τους προσωπικό και εξοπλισμό) να διεκπεραιώσουν το έργο. Δημιουργούνται έτσι δύο σχέσεις: αφενός ανάμεσα στο Α.Π.Θ. και την εργολαβική εταιρία και αφετέρου ανάμεσα στην εργολαβική εταιρία και τους εργαζομένους, για τους οποίους αυτή και όχι το Α.Π.Θ. είναι εργοδότης. Στην πράξη παρουσιάζονται στις σχέσεις των εργαζομένων με την εργολαβική εταιρία φαινόμενα αντίστοιχου πνεύματος με αυτά που αντιμετώπιζε η Κ. Κούνεβα – επισφάλεια, ανασφάλεια εάν θα ανανεωθούν οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εργοδοτική αυθαιρεσία, απειλές και τρομοκρατία. Δημιουργείται έτσι ένα δίπολο μεταξύ ανθρώπων που αρνούνται να δεχτούν την εκμετάλλευση, παλεύουν για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και δείχνουν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους και ενός κρατικού μηχανισμού που συνεργάζεται με δολοφόνους ,τους παρέχει την ανάλογη κάλυψη μέσα από τα ΜΜΕ και προβαίνει σε υποκριτικές κινήσεις συνεργασίας και διαλόγου για να κατευνάσει (μάταια όμως) τα πνεύματα. Απέναντι σε όλα αυτά, κάποιοι αποφασίσαμε να συναντηθούμε και να δράσουμε μαζί. Φοιτητές, εργαζόμενοι και άνεργοι φτιάξαμε την Πρωτοβουλία ενάντια στις εργολαβίες στο Α.Π.Θ. με στόχο σε πρώτη φάση την αλληλεγγύη στην Κ. Κούνεβα και τη δράση ενάντια στις εργολαβίες. Διεκδικούμε την κατάργηση των εργολαβιών στο Α.Π.Θ., με την παράλληλη εργασιακή αποκατάσταση των εργαζομένων. * ΝΑ ΠΑΨΕΙ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΝ ΕΡΓΟΛΑΒΙΩΝ ΣΤΟ Α.Π.Θ. * ΜΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ Α.Π.Θ. * ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ ΥΠΟ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΜΟΝΙΜΗΣ, ΑΞΙΟΠΡΕΠΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ * ΕΞΩ ΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΜΕΤ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟ Α.Π.Θ.- ΕΞΩ ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΧΟΛΕΣ


ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΕΡΓΟΛΑΒΙΕΣ ΣΤΟ ΑΠΘ

11 Μαρτίου, 2009

konstantina-afisa-gia-site


νέο έντυπο – Στάση στο συνεχές τρέξιμο των επισφαλών σχέσεων

29 Οκτωβρίου, 2008


editorial

29 Οκτωβρίου, 2008

Αυτό είναι το τρίτο τεύχος της «στάσης». Ένα έντυπο δρόμου που επιθυμεί να συμβάλει στην ανάδειξη της νέας επισφαλούς συνθήκης όχι μόνο στο πεδίο της εργασίας αλλά και στις ζωές μας.

Τη χρονιά που μας πέρασε το κράτος και το κεφάλαιο επιτέθηκαν με πολιορκητικό κριό στο ασφαλιστικό. Χιλιάδες εργαζόμενοι κατέβηκαν στο δρόμο, αντιλαμβανόμενοι την αγριότητα αυτής της επίθεσης. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, όμως, για ακόμη μία φορά προσπάθησαν να διαχειριστούν αυτή την εναντίωση, παρά να οξύνουν τη σύγκρουση. Παρά το προφανές καπέλωμα, η αγανάκτηση των εργαζομένων και η διάθεση για έμπρακτες απαντήσεις ήταν διάχυτη. Έτσι, κατεβήκαμε κι εμείς και συναντήσαμε στο δρόμο κόσμο που δεν εκφράζεται από την «γραμμή» των συνδικαλιστικών οργάνων. Ανάμεσα σε αυτούς και εργαζόμενους/ες που αποφάσισαν να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους και να οργανωθούν σε σωματεία και συλλογικότητες βάσης, στήνοντας από την αρχή τις αντιστάσεις στα σχέδια των αφεντικών.

Δομές οργάνωσης μέσα στις οποίες ο κόσμος που συμμετέχει προσπαθεί να επεξεργαστεί και να καθορίσει ο ίδιος τις μορφές και τα περιεχόμενα του αγώνα, κάνοντας έμπρακτη κριτική τόσο στη γραφειοκρατία και τη διαμεσολάβηση του παραδοσιακού συνδικαλισμού, όσο και στην παθητικότητα των ίδιων των εργαζόμενων, η οποία στρώνει το έδαφος σε αυτές τις λογικές αντιπροσώπευσης και διαμεσολάβησης. Είναι συλλογικότητες αγώνα που, αν και ξεκινούν με βάση ζητήματα και διεκδικήσεις του κλάδου τους, προσπαθούν να σπάσουν αυτόν τον «συντεχνιασμό», ανοίγοντας ζητήματα στο σύνολο της κοινωνίας και δείχνοντας την αλληλεγγύη τους και σε άλλους εργαζόμενους που αγωνίζονται και διεκδικούν. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η αντιστοιχία λόγου και δράσης αυτών των σωματείων και συλλογικοτήτων βάσης, τα οποία ξεπερνούν τη λογική της αγωνιστικής πλειοδοσίας και των μεγάλων «επαναστατικών» ρητορειών των παραδοσιακών εργατικών σωματείων και ενώσεων, καθώς σκοπός τους είναι η πραγμάτωση των στόχων που θέτουν μέσα από μαχητικές πρακτικές και δράσεις, οι οποίες, τις περισσότερες φορές μάλιστα, βγαίνουν από τα στενά θεσμικά πλαίσια που οι υπόλοιποι φορείς θέτουν.

Βλέποντας όλα αυτά τα ενδιαφέροντα στοιχεία στην οργάνωση και τον αγώνα αυτών των εργαζομένων, κρίναμε σκόπιμο να καλέσουμε αυτόν τον κόσμο σε μία δημόσια εκδήλωση, για να μοιραστούμε τις αγωνίες μας σχετικά με την επισφαλειοποίηση των ζωών μας και να μοιραστούμε μαζί τους εμπειρίες οργάνωσης και αγώνα. Στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 21 Ιουνίου συμμετείχαν εργαζόμενοι από τη Συνέλευση Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου Αθήνας, το σωματείο Σερβιτόρων-Μαγείρων της Αθήνας, το περιοδικό ΡΕΠΟ που εκδίδεται στο χώρο του εμπορίου στην Αθήνα, πρωτοβουλίες από τη Θεσσαλονίκη (από το χώρο των τηλεπικοινωνιών και σερβιτόροι/ες). Εκτός από τους παραπάνω είχαμε καλέσει και τους Βιβλιοφρικάριοι, που όμως δεν κατάφεραν να παρεβρεθούν στην εκδήλωση. Για να ξαναβρεθούμε με τον κόσμο που κατέβηκε στις πορείες, να δημιουργήσουμε δεσμούς και να δικτυωθούμε.

Η εκδήλωση είχε 80-100 άτομα και διήρκησε 3-4 ώρες. Στην εισήγησή μας επιχειρήσαμε να αναλύσουμε τις νέες συνθήκες εργασίας και ζωής που κωδικοποιούνται με τον τίτλο «γενιά των 700 ευρώ». Προσπαθήσαμε να καταγράψουμε τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται και να εξετάσουμε κάποια ζητήματα που φαίνεται να επανακαθορίζονται μέσα σε αυτή. Μόνιμη δουλειά για 40 χρόνια ή εναλλαγή στις εργασίες, περισσότερο κράτος «πρόνοιας» ή μη ιεραρχικές μορφές κοινωνικής αυτοοργάνωσης, ατομική κινητικότητα ή συλλογική οργάνωση στους χώρους εργασίας, πυρηνικές-αστικές οικογένειες ή ελεύθερες συμβιώσεις, ήταν μερικά από τα ζητήματα/ερωτήματα που θελήσαμε από τη μεριά μας να βάλουμε στη συζήτηση. (Η εισήγηση της εκδήλωσης βρίσκεται στο: https://stasiepisfaleias.wordpress.com/)

Μετά από την εισήγησή μας η κουβέντα επικεντρώθηκε στην εμπειρία του κόσμου που συμμετέχει σε αυτά τα σωματεία και τις συλλογικότητες βάσης. Στη σύστασή τους, στην οργάνωση, στις μορφές δράσης τους, στις συνελεύσεις και στα εργαλεία που διαθέτουν για τη διαφύλαξη των χαρακτηριστικών αυτών των δομών (όπως π.χ. το καταστατικό του σωματείου). Τι έχουν αποκομίσει σε επίπεδο εμπειριών και σχέσεων, πώς παρεμβαίνουν στο μικροεπίπεδο της καθημερινότητας στους εργασιακούς χώρους και πώς μπορούν να τα αξιοποιήσουν όλα αυτά στην οργάνωση επόμενων αγώνων. Το ενδιαφέρον των συμμετεχόντων ήταν μεγάλο και οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Πολύς κόσμος ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τέτοιες κινήσεις. Απέναντι στη χρεοκοπία και απραξία των κεντρικών συνδικαλιστικών φορέων η θέληση για έμπρακτη αντίσταση παίρνει σάρκα και οστά μέσα από αυτές τις κινήσεις.

Η εκδήλωση αυτή ήταν ένα ακόμη βήμα στην προσπάθειά μας να δημιουργήσουμε δεσμούς και να δικτυωθούμε με τον κόσμο που θέλει να αντισταθεί στα αφεντικά και τα κάθε λογής σχέδιά τους, που θέλει όχι μόνο καλύτερους όρους στη δουλειά του, αλλά και να επανακτήσει ολόκληρη τη ζωή του. Να βρούμε τα πεδία που μπορούμε να συναντηθούμε, να ανοίξουμε τις συζητήσεις, να επανοικειοποιηθούμε την ιστορική μνήμη των αγώνων, να οργανωθούμε και να δράσουμε. Γιατί οι απαντήσεις μας θέλουμε να είναι συλλογικές και να είναι στο δρόμο.


Απαλλοτριώσεις και ακρίβεια

29 Οκτωβρίου, 2008

Είμαι από αυτούς που πηγαίνουν αρκετά συχνά στο supermarket για να ψωνίσουν. Τα τελευταία 2 χρόνια παρατηρώ τις τιμές να ανεβαίνουν. Φυσικά, αν αυξανόταν ανάλογα και ο μισθός που παίρνω, έμενε ίδια η τιμή του πετρελαίου και κάποια άλλα πάγια έξοδα, θα έλεγα ότι καλά είμαστε. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι έτσι. Οι τιμές των βασικών προϊόντων στα supermarket αυξάνονται συνεχώς σε σχέση με τους μισθούς που μένουν στα ίδια. Έτσι, λοιπόν, το ποσοστό της φτώχειας στη χώρα αυξήθηκε το 2008 και αυτή είναι μια πραγματικότητα που για να τη διαπιστώσεις δε χρειάζεται να διαβάσεις τα οικονομικά στην εφημερίδα. Φαίνεται από τον κόσμο στα supermarket που κάνει βόλτες στους πίσω-πίσω διαδρόμους όλο και πιο συχνά, μήπως καταφέρει να μειώσει λίγο τα έξοδά του. Φυσικά, ο καθένας μας φοβάται μην τον πιάσουν να κλέβει, είτε γιατί θα γίνει ρεζίλι, είτε μήπως τον τρέξουν νομικά, είτε για να μην τον χτυπήσουν οι security ή κάποιος υπάλληλος-ήρωας (που νομίζει ότι πρέπει να υπερασπιστεί τα κέρδη του αφεντικού του). Όταν, όμως, μιλάμε για βασικά προϊόντα άρα και βασικές βοιωτικές ανάγκες, ο φόβος ξεπερνιέται και το χέρι απλώνεται.

Σαν αποτέλεσμα όλων αυτών των δεδομένων ένας διαφορετικός τρόπος αντιμετώπισης των αυξήσεων μπήκε σε εφαρμογή από ομάδες του αντιεξουσιαστικού χώρου, ξεπερνώντας τα ρεπορτάζ των media για την ακρίβεια και τους κορεσμένους τρόπους διαμαρτυρίας όπως το μποϊκοτάζ. Η αρχή έγινε στις 31 Μαΐου στο supermarket «Σκλαβενίτη» στη Χαρ. Τρικούπη στην Αθήνα και σειρά είχαν στις 14 Ιουνίου τα supermarket «Βερόπουλος» και «Dia» στον Αγ. Παντελεήμονα, στις 30 Ιουνίου ο «Μαρινόπουλος» στο Ν. Κόσμο, στις 19 Ιουλίου supermarket του Περιστερίου, στις 4 Σεπτεμβρίου ο «Μασούτης» στη Θεσ/νίκη, στις 20 Σεπτεμβρίου ο «Μασούτης» στην Α. Τούμπα στη Θεσ/νίκη και στους Αμπελόκηπους στην Αθήνα.

Κάθε φορά μοιράζονται κείμενα που γράφουν για την αύξηση των τιμών, την απελευθέρωση των αγαθών και την έμπρακτη αμφισβήτηση των νόμων του κράτους και του κεφαλαίου. Τα προϊόντα μοιράζονται στους περαστικούς και στον κόσμο που βρίσκεται στις λαϊκές αγορές, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τέτοιες ενέργειες με μεγάλο ενθουσιασμό και επικροτούν τους απαλλοτριωτές. Τις τελευταίες βδομάδες μάλιστα έχουν ανοίξει σχετικές συζητήσεις σε διάφορα site και οι υποστηρικτές (σε διαδικτυακό επίπεδο) τέτοιων δράσεων πολλαπλασιάζονται…

Επίσης, πολλά λέγονται στα ρεπορτάζ των ειδήσεων και πολλά γράφονται στις εφημερίδες που κατονομάζουν τους διοργανωτές τέτοιων ενεργειών ως «Ρομπέν των φτωχών» που δρουν ενάντια στην ακρίβεια. Όμως, όλες αυτές οι εκφράσεις των δημοσιογράφων μας μπερδεύουν και μειώνουν το συμβολισμό τέτοιων ενεργειών. Μία τέτοια δράση σκοπό έχει να καταδείξει ότι ο κόσμος μπορεί να οργανωθεί και να απαλλοτριώσει αγαθά και να παραμερίσει τις αντικλεπτικές μπάρες, τις κάμερες ασφαλείας και τα νομικά πλαίσια της κλοπής. Αλλά πάνω από όλα ότι μπορεί να οργανωθεί και να αντισταθεί, διεκδικώντας καλύτερες συνθήκες ζωής.

Άντε, λοιπόν, να πάρουμε πίσω ό,τι μας ανήκει..

—————————————-
Παρόμοιες δράσεις οργανώνονται από αντιεξουσιαστικές ομάδες σε διάφορες χώρες (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία) επισκεφτείτε τα website:

Yomango – Βαρκελώνη http://www.yomango.net

Überflüssigen – Ρομπέν των Πόλεων – Αμβούργο http://www.ueberfluessig.tk/


Μετρημένα «Κουκιά»

29 Οκτωβρίου, 2008

Στα τέλη της άνοιξης ο Κος κουκιάδης, πρώην ευρωβουλευτής του πασοκ και νυν καθηγητής στη νομική του ΑΠΘ, δημοσιοποίησε το πόρισμα της επιτροπής του. Ποιας επιτροπής, θα μας πείτε εσείς. Μιας επιτροπής που δημιούργησε ο υπουργός εργασίας (Τσιτουρίδης) για τα εργασιακά. Μιας επιτροπής από τις χιλιάδες που μελετούν και προτείνουν πώς θα εντατικοποιηθεί η κερδοφορία των αφεντικών με τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις από εμάς, τα υποκείμενα της μελέτης.

Ένα από τα αγαπημένα μότο του συγκεκριμένου πορίσματος είναι «η σύζευξη ασφάλειας και ελαστικής εργασίας». Δηλαδή, πώς η εργασία θα γίνει όλο και πιο ελαστική με ένα όμως θεσμοθετημένο «νόμιμο» κέλυφος. Οι προτάσεις του πορίσματος: αύξηση του ορίου απολύσεων, δυνατότητα μετατροπής της πλήρους απασχόλησης σε μερική, πακέτα ελαστικού ωραρίου και πολλά άλλα bonus. Στόχος είναι να μπορεί ανά πάσα στιγμή το αφεντικό να προσαρμόζει τις ώρες εργασίας και το μισθό κατά βούληση, ώστε να μην πληρώνει υπερωρίες αλλά και ούτε νεκρές, από άποψη κερδοφορίας, ώρες. Δηλαδή, όταν έχει δουλειά να δουλεύουμε 10 και 12 ώρες και όταν δεν έχει 4-5, και όλα αυτά χωρίς να θεωρούνται υπερωρίες και φυσικά χωρίς να πληρώνονται ως τέτοιες. Η βασική διαφορά με σήμερα είναι ότι στόχος του πορίσματος είναι όλα αυτά να γίνονται νόμιμα, κάτι που τώρα δεν ισχύει. Έτσι, και τα αφεντικά να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους αλλά και το κράτος να εισπράττει αυτά που χάνει σαν εισφορά από τη μαύρη εργασία. Κράτος και αφεντικά τα έχουν κάνει πλακάκια. Έτσι, κάθε θέση εργασίας στραγγίζεται από τις εγγυήσεις που μπορεί να παρέχει. Στη συνέχεια ο κύριος καθηγητής μας κάνει και πλάκα, λέγοντας ότι αυτή η κίνηση γίνεται για να νιώσουν καλύτερα όσοι αποκλείονται σήμερα από την αγορά εργασίας. Θα μας τρελάνει.

Τέλος για να πειστεί ο αναγνώστης της στάσης ότι τα πορίσματα αυτά δεν είναι ούτε πυροβολισμοί στον αέρα ούτε ασκήσεις επί χάρτου, ένα από μέτρα της επιτροπής κουκιάδη εντάχθηκε στον πρόσφατο ασφαλιστικό νόμο της κυρίας πετραλιά: η αύξηση των ενσήμων για παροχή υγειονομικής περίθαλψης από 50 σε 100, με αποτέλεσμα 320.000 ευκαιριακά εργαζόμενοι μαζί

με τις οικογένειές τους (500.000 άνθρωποι συνολικά) να βρεθούν εκτός συστήματος υγείας. Στο όνομα της ευελιξίας τα κεφάλια μέσα. Αν νομίζατε ότι θα δουλεύατε 2 μήνες το χρόνο φουλ ή 4 πιο χαλαρά και θα μπορούσατε να σας δει κανένας γιατρός, γελιέστε. Μην τύχει και δουλέψει κανείς 2 μήνες, νιώσει υγειονομικά εξασφαλισμένος και λουφάρει· ο κουκιάδης προνόησε γι’ αυτά τα αντιπαραγωγικά αποβράσματα.

Κουφάλα κουκιάδη



ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ENOIKΙΑΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

29 Οκτωβρίου, 2008

Ψάχνετε για δουλειά,

ψάχνουμε για ανθρώπινους πόρους*1


«Ενοικιάζεται εργαζόμενος σε τιμή ευκαιρίας. Χαμηλές απολαβές, μηδαμινά δικαιώματα, ελάχιστες δεσμεύσεις». Θα μπορούσε να είναι πραγματική αγγελία ευρέσεως εργασίας, αν έπεφταν τα προσχήματα, που συσκοτίζουν τις νέες εργασιακές σχέσεις.

Σαραπέντε πέντε χιλιάδες άτομα εργάζονται σήμερα υπό καθεστώς ενοικίασης σε μεγάλες ιδιωτικές και κρατικές επιχειρήσεις. Η επινοικίαση εργαζόμένων αυξάνεται ιλιγγιωδώς καθώς μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι παρακάμπτοντας τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας προχωρούν σε ιδρύσεις θυγατρικών εταιρειών ενοικίασης εργαζομένων με τις οποίες στρατολογούν ανέργους και τους ενοικιάζουν στους εαυτούς τους επιτυγχάνοντας ευελιξία και χαμηλό εργασιακό κόστος.

Από 1500 άτομα το 2004, οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι σήμερα έχουν υπερδεκαπλασιαστεί και ξεπερνούν τους 45.000. Αναμένεται το 2010 να φτάσουν τους 80.000 και μέσα σε λιγότερο από μια πενταετία θα χουν ξεπεράσει το 10% του συνολικού εργατικού δυναμικού. Ο μέσος όρος της απασχόλησής τους είναι μέχρι έναν μήνα, η πλειοψηφία είναι γυναίκες, νέοι και μετανάστες και ο μέσος όρος ηλικίας είναι στα 30 χρόνια. Το ενδιαφέρον δεν είναι τόσο η ποσοτική αύξησή τους τα τελευταία χρόνια, όσο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που αναδύονται σε αυτή τη νέα μορφή επισφαλούς εργασίας.


Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης

ή ο παράδεισος του εργοδότη


Μετά από πολυετείς πιέσεις και στο όνομα της «ευελιξίας», με το νόμο 2956/2001 νομιμοποιήθηκε στην Ελλάδα η ενοικίαση εργαζομένων, μέσω της θέσπισης των «Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης». Υπό αυτόν τον κόσμιο τίτλο λειτουργούν πάνω από 40 δουλεμπορικές, κερδοσκοπικές επιχειρήσεις ενοικίασης εργαζομένων. Πρόκειται για εταιρίες που λειτουργούν με την μέθοδο του μαστροπού καθώς προσλαμβάνουν με μισθούς πείνας ανέργους και τους ενοικιάζουν σε τρίτους. Οι εταιρίες ενοικίασης αμείβουν τους εργαζόμενους αναλόγως των συμφωνιών που κάνουν με τους πραγματικούς εργοδότες, και πληρώνονται παρακρατώντας ένα ποσοστό του μισθού του εργαζόμενου για τη δική τους «μεσιτεία». Το νόμιμο κέρδος τους φτάνει μέχρι 18% του μισθού του εργαζόμενου αλλά στη πραγματικότητα υπάρχουν περιπτώσεις που ο μισθός του εργαζόμενου στραγγαλίζεται και κόβεται στη μέση ώστε όσα παίρνει αυτός αλλά τόσα να καρπώνεται η εταιρία υπεκμίσθωσης. Το σύγχρονο δουλεμπόριο ενοικίασης εργαζομένων από εργοδότη σε εργοδότη εξωραΐζεται με τον τίτλο «διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού» και υπόκειται στο εμπορικό και όχι στο εργατικό δίκαιο έχοντας ως πρότυπο το δανεισμό αθλητών*2!

Το κράτος ήταν ο πρώτος διδάξας καθώς τον χορό των ενοικιάσεων άνοιξε η Εθνική Τράπεζα, η οποία προσέλαβε το 2001 δανεικούς υπαλλήλους, χωρίς να έχει οποιαδήποτε δέσμευση απέναντί τους, καθώς η σύμβαση του οργανισμού ήταν με την εταιρία ενοικίασης. Σήμερα από τις μεγάλες κρατικές εταιρείες (Ολυμπιακή, ΟΤΕ, ΕΛΤΑ, κ.α.) ως πολλές ιδιωτικές τράπεζες, σουπερμάρκετ, αλυσίδες φαστ φουντ, βενζινάδικα, πολυκαταστήματα, εργοστάσια, υπηρεσίες καθαριότητας και ασφάλειας, η μέθοδος της ενοικίασης καλά κρατεί. Στις εταιρείες ενοικίασης, ο εργαζόμενος υποχρεώνεται να εργαστεί σε όποιο πόστο τον στείλουν, όσες ώρες του ζητήσουν, με μισθό μικρό και με αμφίβολα bonus ή πριμ παραγωγικότητας, καθώς δεν συμμετέχει στην πολιτική της εταιρείας που τον μισθώνει αλλά της εταιρείας που τον νοικιάζει*3. Η δουλεμπορική μέθοδος της μεσιτείας υπάρχει φυσικά από την αρχαιότητα αλλά θεσμοθετήθηκε στην Ευρώπη αρχικά στις φιλελεύθερες Ελβετία – Ολλανδία – Δανία μετά το τέλος του β’ παγκόσμιου πόλεμου και πλέον αφορά πάνω από το 10% των εργαζομένων στην Ε.Ε..


Υπηρέτες δυο αφεντάδων

Τι σημαίνει ενοικίαση εργαζομένων


Συγκριτικά με τις υπόλοιπες μορφές εργασίας, η απασχόληση διαμέσου των Εταιριών Προσωρινής Απασχόλησης είναι η πλέον ευέλικτη και επισφαλής. Για πρώτη φορά θεσμοθετείται η άρση της αρχής «της μη διάκρισης έναντι των εργαζόμενων».

Ένας εργαζόμενος που προσλαμβάνεται σε μια επιχείρηση ή στο δημόσιο αμείβεται με βάση την κλαδική συλλογική σύμβαση, ασφαλίζεται στο αντίστοιχο κλαδικό ταμείο και από τη μακρόχρονη απασχόλησή του προκύπτουν δώρα και επιδόματα. Επίσης έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να εγγραφεί σε σωματείο.

Ένας ενοικιαζόμενος εργαζόμενος στην ίδια επιχείρηση πληρώνεται, στην καλύτερη περίπτωση, με το κατώτερο μεροκάματο ανειδίκευτου εργάτη, δεν ασφαλίζεται στο κλαδικό ταμείο, δεν δικαιούται κανένα επίδομα ή δώρο, δεν μπορεί να γραφτεί σε σωματείο. Τα εργατικά σωματεία παραμένουν άβατο για τους νοικιασμένους εργαζόμενους και με αυτόν τον τρόπο χωρίς συνδικαλιστική κάλυψη, τα αφεντικά εκβιάζουν τους ενοικιαζόμενους να δεχτούν παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους και μέσω του φόβου και της απειλής της ανεργίας, στοχεύουν να τους μετατρέπουν σε απεργοσπαστικό μηχανισμό απέναντι σε κάθε προσπάθεια εργατικής κινητοποίησης.

Η νοικιασμένη εργασία είναι λοιπόν ένα από τα αγαθά της ευελιξίας της αγοράς που λύνει τα χέρια των επιχειρήσεων για πιο φτηνούς εργαζόμενους, για απαλλαγή των εταιρειών από τις ασφαλιστικές εισφορές στα ταμεία, για κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, με λίγα λόγια για περισσότερη εκμετάλλευση των εργαζομένων και περισσότερα κέρδη για τους εργοδότες. Το σημαντικότερο όφελος των αφεντικών είναι ότι παρακάμπτεται το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, και αποδυναμώνεται η συλλογική εκπροσώπηση και διαπραγμάτευση τόσο για το προσωπικό της επιχείρησης, όσο κυρίως για τους εργαζόμενους διαμέσου των εταιριών ενοικίασης. Όπως τονίζει στο website της δουλεμπορική εταιρία ενοικίασης «η χρήση εργαζόμενων διαμέσου Εταιριών Προσωρινής Απασχόλησης αντί της πρόσληψης νέου προσωπικού είναι επικερδής, καθώς αποφεύγεται το κόστος προσλήψεων και απολύσεων».

Στο νόμο 2956/2001 προβλέπεται η δυνατότητα οι Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης να προσλαμβάνουν εργαζόμενους μόνο με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Η ενοικίαση εργαζομένων μπορεί να διαρκέσει μόνο 18 μήνες από τη στιγμή που ο ενοικιαζόμενος ξεκινά να εργάζεται στον πραγματικό εργοδότη και μετά γίνεται πρόσληψη αορίστου χρόνου. Ωστόσο προκειμένου να αποφύγουν δυσάρεστες δικαστικές εκπλήξεις, τα αφεντικά απολύουν τους εργαζομένους το πολύ στους 17 μήνες, προτού κλείσουν 18μηνο, και τους επαναπροσλαμβάνουν έπειτα από τρεις-τέσσερις μήνες ώστε να μην κατοχυρώνουν δικαιώματα. Επίσης παρατηρείται το φαινόμενο να προσλαμβάνεται άλλος εργαζόμενος διαμέσου εταιρίας ενοικίασης για να καλύψει την ίδια θέση ή παραμένει ο ίδιος εργαζόμενος στην ίδια θέση αλλά μέσω διαφορετικής εταιρίας ενοικίασης κάθε φορά.

Ο δανεισμός εργαζομένων λοιπόν, αποτελεί ένα ακόμα μέσο για να ξεπεραστούν τα εμπόδια που θέτει η εργατική νομοθεσία και η από τα κάτω δράση των εργατών. Ανατρέπονται οι συλλογικές συμβάσεις, αφού ο κάθε μισθωτός εντάσσεται σε διαφορετικό εργασιακό πλαίσιο. Με τη μέθοδο της ενοικίασης, χιλιάδες εργαζόμενοι χάνουν δικαιώματα και απαρτίζουν ένα πολύ φτηνό και ευέλικτο εργατικό δυναμικό. Το σλόγκαν άλλωστε των εταιρειών ενοικίασης προς τις επιχειρήσεις – πελάτες, είναι δηλωτικό: «Συνεργαζόμαστε μαζί σας με στόχο την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της αποτελεσματικότητάς σας, τοποθετώντας το καταλληλότερο ανθρώπινο δυναμικό με τον πιο οικονομικό για εσάς τρόπο».


Έξοδος από τη νοικιασμένη ζωή


Είναι φανερό λοιπόν ότι οι Εταιρίες Ενοικίασης Εργαζόμενων μετατρέπονται σταδιακά σε καθοριστικό ρυθμιστή των μελλοντικών μορφών εργασίας, οι ίδιες αυτοαποκαλούνται αλαζονικά ως «οι παγκόσμιες ηγετικές δυνάμεις στο χώρο της εργασίας»*4. Δεν πρόκειται απλώς για ιδιωτικούς ΟΑΕΔ, αλλά μιλάμε για τις σύγχρονες βαριές βιομηχανίες οι οποίες έχουν υπό τον έλεγχό τους εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους*5.

Αφού έχει επιτευχθεί η αποκαθήλωση μεγάλου μέρους των κατακτήσεων της εργατικής τάξης των προηγούμενων δεκαετιών βρισκόμαστε στο σημείο να κατοχυρώνονται και να νομιμοποιούνται πλέον τα σύγχρονα εργασιακά σκλαβοπάζαρα. Οι δουλέμποροι λοιπόν των εταιριών ενοικίασης ελέγχουν τις οδοντοστοιχίες των υποψήφιων εργατών υποβάλλοντάς τους σε ψυχοτεχνικά τεστ, ερωτηματολόγια προσωπικότητας και συνεντεύξεις με ειδικούς ψυχολόγους εγκαθιδρύοντας τις σύγχρονες μορφές πειθαρχίας και εκμετάλλευσης. Πατεντάρουν και δημιουργούν τις σύγχρονες τράπεζες ανθρώπινου δυναμικού. Η ποιοτική διαφορά με τα τυπικά αφεντικά είναι ότι οι δουλέμποροι των εταιρειών «εξεύρεσης εργατών» απογυμνώνουν τους εργάτες από κάθε υλική υπόσταση και κωδικοποιούν τις γνώσεις, την επινοητικότητα, τις γλωσσικές και κοινωνικές δεξιότητες, τα στοιχεία της προσωπικότητας μετατρέποντάς τα σε αποστειρωμένα πακέτα χρόνου. Θέλουν να μας πείσουν ότι οι εργάτες είναι απλά ανταλλάξιμα πακέτα χρόνου, χωρίς δικαιώματα ανά πάσα στιγμή διαθέσιμοι στην προσταγή της εργασίας. Έπειτα έρχονται οι επιχειρήσεις οι οποίες νοικιάζουν, αγοράζουν ή δανείζονται αυτά τα πακέτα χρόνου από τις εταιρίες ενοικίασης χωρίς καμία ευθύνη για την ασφάλιση, την υγεία και τη συνταξιοδότηση των εργαζομένων.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικά που αποκτά η επισφαλειοποίηση της εργασίας μέσα από την ενοικίαση είναι ότι τα αποεδαφικοποιημένα απρόσωπα αφεντικά των εταιριών ενοικίασης απονοηματοδοτούν την εργατική δύναμη, ληστεύουν τον χρόνο των εργατών και τους αντιμετωπίζουν σαν εμπόρευμα με την μορφή του αυτοαπασχολούμενου, του εξωτερικού συνεργάτη, του freelancer.

Το όραμα του αυτοδημιούργητου μικροεπιχειρηματία – μικροαφεντικού που «θα βρει την άκρη» και «θα πιάσει την καλή» της δεκαετίας του ‘80 και του ‘90, μετατρέπεται 20 χρόνια μετά στο κοινωνικό εφιάλτη του αυτοαπασχολούμενου σκλάβου που παρακαλεί τους νταβατζήδες των εταιριών ενοικίασης για μια έστω και κακοπληρωμένη προσωρινή θεσούλα εργασίας.

Μια νέα λοιπόν διαδικασία μαζικής προλεταριοποίησης πραγματοποιείται καθώς οι νοικιαζόμενοι εργάτες φοβισμένοι, κακοπληρωμένοι με ισχυρά αισθήματα υπαρξιακής αδυναμίας, χωρίς νομικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, με πλήρη απαγόρευση συλλογής διαπραγμάτευσης βιώνουν τον αποκλεισμό κάθε πολιτικής δράσης.

Εμείς χωρίς να νοσταλγούμε την σταθερή εργασία του κράτους πρόνοιας, αλλά επιδιώκοντας να αρθρωθεί πολιτικά η βιωμένη εμπειρία της επισφάλειας δε μας μένει παρά να προτείνουμε, ως ελάχιστη ένδειξη αλληλεγγύης στις αδερφές και αδερφούς ενοικιαζόμενους, μαζικές επιθέσεις στα δουλεμπορικά γραφεία ενοικίασης εργαζόμενων. Και γιατί όχι, να επαναφέρουμε με αυτοοργανωμένους συλλογικούς τρόπους την αποχή, την απαλλοτρίωση, το σαμποτάζ, την άρνηση της εργασίας, τα από τα κάτω ταμεία αλληλεγγύης των εργαζομένων και άλλους ωραίους δρόμους εξόδου από το καπιταλιστικό σύστημα κυριαρχίας.

1. http://www.adeho.gr επισκεφτείτε το website της ADEHO, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες προώθησης ανθρώπινου δυναμικού, αποτελεί την σίγουρη απάντηση στο άγχος σας για επαγγελματική αποκατάσταση. (Μεταστροφή του γνωστού κολοσσού επινοικίασης εργαζομένων adecco)


2. Η ενοικίαση εργαζόμενων ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘90 στο ποδόσφαιρο και το μπάσκετ. Όλοι έχουμε ακούσει ότι ο τάδε παίχτης δόθηκε δανεικός από τη μια ΠΑΕ ή ΚΑΕ σε μια άλλη, ή δόθηκε ως αντάλλαγμα και η ομάδα στην οποία παραχωρήθηκε με την σειρά της τον δάνεισε σε κάποια άλλη κτλ. Ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων εκθειάζει το εργασιακό μοντέλο που υπάρχει στον χώρο του αθλητισμού και ζητάει επιτακτικά την κατάργηση των συμβάσεων και την εδραίωση των ελεύθερων ατομικών διαπραγματεύσεων κατά τα πρότυπα των αθλητών.


3. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ΗΕLΕΧΡRΟ (θυγατρική επιχείρηση ενοικίασης εργαζομένων της κρατικής ΗΕLΕΧΡΟ) η οποία είχε εκτεθεί πέρυσι, όταν βγήκαν στη δημοσιότητα τιμολόγιο που κοστολογούσε με διαφορετικές τιμές τα «εμφανίσιμα» ή «ιδιαίτερα εμφανίσιμα» promo girls που παρείχε.


4. Οι εταιρίες ενοικίασης εργαζομένων αυτοαποκαλούνται αλαζονικά ως «οι παγκόσμιες ηγετικές δυνάμεις στο χώρο της εργασίας». Πραγματοποιούν ημερίδες και έρευνες του τύπου «ανθρώπινο δυναμικό χωρίς σύνορα», «έλλειψη ταλέντων 2008» με τις οποίες αποκαλύπτουν ότι 47% των εργοδοτών στην Ελλάδα δυσκολεύεται να καλύψει τις θέσεις εργασίας άρα έχει ανάγκη τους δουλέμπορος – μεσάζοντες και το 87% των ελλήνων διατίθεται να αλλάξει πόλη η χώρα για να βρει δουλειά. Αυτοπαρουσιάζονται μάλιστα ως ανθρωποκεντρικές εταιρίες που λειτουργούν με βάση την πολιτική των ίσων ευκαιριών αντιμετωπίζοντας το κάθε άτομο με βάση τις δυνατότητές του, ανεξάρτητα από το φύλο την εθνικότητα, και το σεξουαλικό του προσανατολισμό. Τέλος οι πιο ευαίσθητες από αυτές αποθαρρύνουν τους υποψήφιους εργαζόμενους να βρουν δουλειά σε επιχειρήσεις που βλάπτουν το περιβάλλον ή την κοινωνία !


5. περίπου 15 εκ. εργαζόμενοι την Ε.Ε. βρίσκονται υπό καθεστώς ενοικίασης. Οι σημαντικότερες εταιρίες ενοικίασης εργαζομένων στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα είναι οι παρακάτω:

– Adecco Ελβετικός όμιλος διαθέτει 6.600 γραφεία σε 70 χώρες, ενοικιάζει 750.000 εργαζόμενους σε 350.000 εταιρίες και πραγματοποιεί 20,4 δις ευρώ ετήσιο κύκλος εργασιών (στην Ελλάδα ενοικιάζει πάνω από 10.000 εργαζόμενους)

– Manpower από τις ΗΠΑ διαθέτει 4.500 γραφεία σε 80 χώρες, ενοικιάζει 500.000 εργαζόμενους σε 300.000 εταιρίες (στην Ελλάδα ενοικιάζει πάνω από 10.000 εργαζόμενους σε 2.000 εργοδότες)

– Select Θυγατρική στην Ελλάδα του ολλανδικού και δανέζικου ομίλου Randstad – Vedior που διαθέτει 5.300 γραφεία σε 50 χώρες, ενοικιάζοντας εργαζόμενους σε 35.000 επιχειρήσεις και πραγματοποιώντας 17,3 δις ευρώ ετήσιο κύκλος εργασιών (στην Ελλάδα ενοικιάζει πάνω από 1000 εργαζόμενους)

– ISS ιδρύθηκε στη Δανία το 1901 και διαθέτει γραφεία σε 44 χώρες και ενοικιάζει 440.000 εργαζόμενους (στην Ελλάδα ενοικιάζει 900 εργαζόμενους)

– άλλες εταιρίες ενοικίασης εργαζομένων: ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ Α.Ε., BOYDEN Global Search, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Α.Ε., DRM STYLIANOY SA, ΕΞΕΛΙΞΗ ΕΠΕ, EXCEED CONSULTING, EX-SALES CONSULTANCY, JOB CENTRES HELLAS SA, JOBQUEST AE, KPMG, κ.α.



βιβλιογραφία

1. Γ. Κουζής: Εργασιακές σχέσεις και ευρωπαϊκή ενοποίηση – Ευελιξία και απορρύθμιση ή αναβάθμιση της εργασίας; Μελέτες – 14, Αθήνα 2001

2.http://noikiasmenoi-ergazomenoi.blogspot.com/ το blog των νοικιαζόμενων εργαζομένων στην Αθήνα


ΣΕ ΠΑΙΡΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΧΑΝΟΥΜΕ ΚΑΙΡΟ…

29 Οκτωβρίου, 2008

Λίγα λόγια για τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών και τη μάχη που διεξάγεται σήμερα σε αυτές


VODAFONE: Εταιρεία-μαμούθ στην κινητή τηλεφωνία με μια παγκόσμια αγορά αξίας περίπου 75 δισ. ευρώ (Ιούνιος 2008). Έχει παρουσία σε 25 χώρες και μέσω άλλων εταιρικών δικτύων σε 42 επιπλέον χώρες.

Στις 31 Μαρτίου 2008 ανακοίνωσε ότι είχε 260 εκατομμύρια πελάτες σε 5 ηπείρους. Με αυτό το νούμερο είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία κινητών τηλεπικοινωνιών στον κόσμο πίσω από τη China Mobile. Πρόσφατα πέτυχε νέο ρεκόρ κερδών (περίπου 13,5 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2007). Απασχολεί παγκόσμια πάνω από 55.000 εργαζομένους. Στην Ελλάδα διατηρεί 5,54 εκατομμύρια συνδέσεις (και κάμποσες «κρυφές», αν θυμάστε το σκάνδαλο των υποκλοπών την άνοιξη του 2006). Απασχολεί περίπου 2800 άτομα.

Μέχρι πριν λίγο καιρό.

Καθότι τον Ιούλη αποφάσισε να βάλει μπροστά μια διαδικασία μείωσης του προσωπικού κατά 300 άτομα, «για να μειωθεί το λειτουργικό κόστος». Με τη μορφή της «οικειοθελούς αποχώρησης» πίεσε πολλούς εργαζομένους να δηλώσουν παραίτηση. Περίπου 100 άτομα απολύθηκαν – «παραιτήθηκαν» τον Ιούλη και άλλα τόσα ακούστηκαν για τον Αύγουστο. Αρχικά, πολλοί εργαζόμενοι αρνήθηκαν να υπογράψουν απόλυση ή παραίτηση. Σημαντική ήταν η αντίσταση των τεχνικών δικτύου, τους οποίους ήθελαν να περάσουν στην εταιρεία-εργολάβο Kintec. Πρόκειται για τη γνωστή πια μέθοδο του outsourcing, δηλαδή της ανάθεσης ολόκληρων τμημάτων μιας επιχείρησης σε εξωτερικό εργολάβο, έτσι ώστε οι εργαζόμενοι να βρίσκονται σε καθεστώς επισφάλειας, να δουλεύουν για την Α εταιρεία αλλά να έχουν τη Β εταιρεία για εργοδότη. Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν σθεναρά και με την ανακοίνωση της ίδρυσης επιχειρησιακού σωματείο στην εταιρεία (σωματείο που είχε φτιαχτεί κρυφά εδώ και μήνες) η εταιρεία ανέβαλε προσωρινά τα σχέδια της. Όμως η κατάληξη δεν ήταν ευτυχής. Μετά από αφόρητες πιέσεις και απολύσεις όσων δεν συμφωνούσαν, η μεταφορά στην Kintec έλαβε χώρα, αποδυναμώνοντας το νέο σωματείο αφού έφυγαν και ιδρυτικά μέλη.

Η αντίσταση πάντως μέσα στη VODAFONE συνεχίζεται. Και οι εργαζόμενοι έχουν κερδίσει πολύτιμη εμπειρία με όσα έχουν συμβεί…


WIND: Δίνοντας 30 δις. δραχμές το 1993, η WIND (τότε TELESTET) έκανε τη μεγαλύτερη ίσως μεταπολεμική επένδυση στην Ελλάδα αγοράζοντας πρώτη την άδεια για τη δημιουργία δικτύου κινητής τηλεφωνίας. Το 2005 η εταιρεία (ως ΤΙΜ) πουλήθηκε σε ξένους επενδυτικούς οίκους και η αξία της συνολικά υπολογίστηκε σε 1,6 δις. ευρώ. Τη διαδικασία πώλησης ακολούθησε μια σειρά απολύσεων που δεν έμεινε αναπάντητη από τους εργαζομένους.

Το καλοκαίρι του 2005 ιδρύεται επιχειρησιακό σωματείο. Το φθινόπωρο του 2006 ξεκινά αγώνας για να υπογραφτεί η πρώτη συλλογική σύμβαση στη WIND. Αυτό επιτυγχάνεται το καλοκαίρι του 2007 με μεγάλα οφέλη για τους 1300 περίπου εργαζόμενους. Τον Απρίλιο του 2008 ξεκινά η διαδικασία υπογραφής νέας συλλογικής σύμβασης. Αυτή τη φορά η εταιρεία είναι πιο καλά προετοιμασμένη. Κωλυσιεργεί τις διαδικασίες και επιτίθεται σε όσους εργαζόμενους διεκδικούν. Μηνύει μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου (μέσω ενός στελέχους της για να το παρουσιάσει ως προσωπική υπόθεση) και με διάφορα προσχήματα απολύει εργαζομένους, ακόμα και με πολυετή υπηρεσία (όπως τον Ιούλη απέλυσε τεχνικό που αγωνιζόταν και για τον οποίο ξεσηκώθηκαν αυθόρμητα οι συνάδελφοι του). Αυτή τη στιγμή ο αγώνας στη WIND για να υπογραφτεί εκ νέου η συλλογική σύμβαση και για να προστατευτούν οι εργαζόμενοι συνεχίζεται. Η εταιρεία που έχει κάνει τις 6μηνες συμβάσεις καθεστώς έχει πια να αντιμετωπίσει ανθρώπους που διεκδικούν…


TELEPERFORMANCE: Άγνωστη στους περισσότερους εταιρεία, αποτελεί στην ουσία έναν διεθνή κολοσσό που από το 1978 προσφέρει υπηρεσίες (outsourcing) σε άλλες εταιρίες τηλεπικοινωνίας (και όχι μόνο). Σήμερα έχει 281 τηλεφωνικά κέντρα σε 45 χώρες σε όλο τον κόσμο και περισσότερους από 83.000 εργαζομένους. Στην Ελλάδα δραστηριοποιείται από το 1989 με 4 τηλεφωνικά κέντρα, 3 σε Αθήνα και 1 στη Θεσσαλονίκη. Απασχολεί περισσότερα από 2000 άτομα, κυρίως νέους που δουλεύουν με προσωρινές συμβάσεις (ακόμα και τους ενός μήνα). Πολλοί από αυτούς συμμετείχαν στις πρόσφατες απεργίες για το Ασφαλιστικό και αυτό δεν το χώνεψε η εταιρεία. Τον Ιούνη απέλυσε έναν εργαζόμενο που αγωνιζόταν. Δημιουργήθηκε πρωτοβουλία αγώνα και έγιναν παραστάσεις διαμαρτυρίας έξω από την εταιρεία τον Ιούλη. Η επιθεώρηση εργασίας ζήτησε την επαναπρόσληψη του απολυθέντα. Αυτή δεν έχει γίνει ακόμα, η εταιρεία την αρνείται, και ο αγώνας συνεχίζεται…

Οι συγκεκριμένες εταιρείες τηλεπικοινωνιών είναι απλά η κορυφή στο παγόβουνο της επισφαλούς εργασίας

Χιλιάδες εταιρείες, από μεγάλες και επώνυμες όπως το IKEA, τα McDonald’s ή ο ΟΤΕ, μέχρι μικρές και ανώνυμες όπως τα σουβλατζίδικα της γειτονιάς μας, προωθούν τις επισφαλείς σχέσεις/συνθήκες εργασίας: τις ωρομισθίες, τις προσωρινές συμβάσεις, την ανασφάλιστη εργασία, την ενοικίαση/δανεισμό εργαζομένων κ.α. Και πάνω απ’ όλα προωθούν τη φίμωση όσων τολμήσουν να υψώσουν φωνή. Πάντα με την αρωγή του Κράτους, που σαν εργοδότης κάνει ακριβώς τα ίδια… (ποιος άλλωστε δεν γνωρίζει τα περιβόητα προγράμματα Stage, όπου οι εργαζόμενοι δουλεύουν χωρίς ένσημα…)

Με αυτά και αυτά που συμβαίνουν γύρω μας έχει διαμορφώθει ένα νέο τοπίο στην αγορά εργασίας. Ένα τοπίο όπου δεν βρίσκεται απλά σε αμφισβήτηση το μοντέλο της σταθερής 8ωρης εργασίας. Αμφισβητούνται και μεταλλάσονται μια σωρεία πραγμάτων: από τα δικαιώματα των εργαζομένων ως το περιεχόμενο των αγώνων μας, από το ρόλο των συνδικάτων ως τη δομή τους, από τις καθημερινές προσδοκίες των ανθρώπων ως το μοντέλο ζωής που τελικά ακολουθούν.

Όπως φανερώνουν πάντως οι μάχες στις εταιρείες τηλεπικοινωνιών που προαναφέρθηκαν, σε αυτό το νέο τοπίο έχουν ήδη αρχίσει οι άνθρωποι να απαντούν. Και αυτό το άρθρο έχει ως σκοπό, όχι μόνο να σας ενημερώσει για τις μάχες που δίνονται, αλλά και να θυμίσει ότι

όσοι αγωνίζονται δεν είναι μόνοι.


Αλληλεγγύη στους αγωνιζόμενους /ες

των τηλεπικοινωνιών!


ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ

24 Ιουνίου, 2008

ΕΙΣΗΓΗΣΗ

ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ

Πολύς λόγος γίνεται το τελευταίο διάστημα για την «Γενιά των 700 ευρώ» από κόμματα (από το ΛΑΟΣ μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ), ΜΜΕ και freepress έντυπα. Πρόκειται για μια προσπάθεια ανάλυσης και κωδικοποίησης της πραγματικότητας ενός μεγάλου κομματιού νέων εργαζομένων/ανέργων που βλέπουν τα όνειρά τους για ένα μέλλον οικονομικής ευμάρειας και υψηλού βιοτικού επιπέδου (όπως ο καθένας το εννοεί) να μην μπορούν να πραγματοποιηθούν. Τι είναι λοιπόν αυτή η «γενιά των 700 ευρώ» που φαίνεται να κερδίζει σιγά σιγά μια θέση στη σφαίρα του δημόσιου διαλόγου και ποια ζητήματα θέτει;

«Η Γενιά των 700€ είναι η σιωπηλή πλειοψηφία της Ελληνικής νεολαίας ανάμεσα στα 25 και στα 35, οι οποίοι δουλεύουν πολύ, πληρώνονται λίγο, είναι υπερχρεωμένοι και ανασφάλιστοι»,

γράφει το σχετικό blog των G700. Η αναφορά τους είναι κατά κύριο λόγο οι νέοι πτυχιούχοι, οι οποίοι αναγκάζονται να «πουλάνε» ολόκληρο το «πακέτο» της προσωπικότητας τους για να διεκδικήσουν μια δουλειά (δηλαδή πέρα από το πτυχίο τους, αναδεικνύουν τον εαυτό τους μέσα από τα hobby τους, τις ιδιαίτερες ευαισθησίες τους, τα ενδιαφέροντα τους κ.α.). Οι «εργάτες της γνώσης», όπως οι ίδιοι τους αποκαλούν, είτε δεν μπορούν να βρουν μια δουλειά που να ανταποκρίνεται στα εργασιακά τους προσόντα, είτε δουλεύουν πολλές ώρες παραμένοντας κακοπληρωμένοι και χωρίς να τους προσφέρονται ευκαιρίες ανέλιξης. Οι G700€ αφήνουν στην άκρη τους χιλιάδες εργαζόμενους που δεν πέρασαν ποτέ από τα πανεπιστήμια αλλά δουλεύουν σε επισφαλείς συνθήκες και τους μετανάστες. Όλοι αυτοί μπορεί να μην είναι οι «εργάτες της γνώσης», αλλά κάτω από τις συνθήκες στις οποίες δουλεύουν αναπτύσσουν και αυτοί κοινωνικές ικανότητες, οι οποίες δεν είναι μετρήσιμες «με πτυχία», αλλά ενσωματώνονται στις γενικότερες δεξιότητες του εργαζομένου (όπως είναι η κοινωνικότητα, ο ευγενικός χαρακτήρας, ο τρόπος ομιλίας, η οδήγηση κ.α.). Οι G700€ θέτουν συνήθως το ζήτημα με καθαρά οικονομικούς όρους, εστιάζοντας στην ακρίβεια και την υποβάθμιση της αγοραστικής δύναμης αυτής της μερίδας νέων εργαζομένων (τι να πρωτοπληρώσει κανείς με 700 ευρώ;) και αποφεύγουν να δουν και να ερμηνεύσουν το πως οι νέες συνθήκες στο εργασιακό τοπίο επηρεάζουν το σύνολο του χρόνου και της ζωής ενός εργαζόμενου. Βασικό τους πρόταγμα είναι η αναδιανομή του πλούτου μεταξύ παλιών και νέων εργαζομένων, κατηγορώντας πολλές φορές ευθέως την «παλιά γενιά» (κυρίως τους δημόσιους υπαλλήλους) ότι ευθύνεται και αυτή για την οικονομική ανέχεια της «νέας». Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην άποψη τους για το πρόσφατο θέμα του Ασφαλιστικού, για το οποίο κατηγόρησαν τους παλιούς εργαζόμενους για βόλεμα και αγώνα για την «πάρτη» τους και την κυβέρνηση για ατολμία στο μεταρρυθμιστικό της έργο, αφήνοντας βέβαια στο απυρόβλητο την εργοδοσία. Την ίδια στάση κρατούν και στην κριτική τους προς το κράτος, μια κριτική που δεν θίγει την πλευρά των εργοδοτών, αλλά εστιάζει στην προώθηση της επιχειρηματικότητας και σε ένα νέο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που θα προσφέρει κίνητρα στους νέους ώστε να εμπλακούν πιο ενεργά στην αγορά. Χαρακτηριστικό της γενικότερης οπτικής τους έιναι το παρακάτω απόσπασμα από το blog των G700:

«Ναι ομολογούμε ότι διεκδικούμε το ευρωπαϊκό όνειρο. Πρότυπό μας και παράδειγμα προς μίμηση αποτελούν οι καλύτερες πρακτικές στην οικονομία, την κοινωνία, την παιδεία και την αγορά εργασίας, των δυτικοευρωπαϊκών κρατών (…) Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου ο ουσιαστικός και συστηματικός δημόσιος διάλογος απουσιάζει ή πνίγεται κάτω από κορώνες και ιδεολογικούς βερμπαλισμούς, εμείς πορευόμαστε με πυξίδα την κοινή λογική. Δεν έχουμε ανάγκη από μία ακόμα θρησκεία, αλλά από αναδιανομή ευκαιριών και πόρων, διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της Ελλάδας, τεχνολογική εξέλιξη, υποδομές, ποιοτικά συλλογικά αγαθά, και πάνω απ’ όλα επένδυση στην πραγματική γνώση».

Η «γενιά των 700 ευρώ» αποτελεί μια προσπάθεια ανάγνωσης της πραγματικότητας, όπως αυτή προκύπτει μέσα από το πλαίσιο των νέων εργασιακών σχέσεων, όμως το περιεχόμενό της είναι κατά την άποψη μας μερικό, περιοριστικό και σε αρκετά σημεία εχθρικό. Κατ’ αρχήν αναπαρίσταται ένας δημόσιος διάλογος με έναν τεχνητό συνομιλητή (blog G700€) και όχι με το πραγματικό κοινωνικό υποκείμενο που είναι σε μεγάλο βαθμό ανοργάνωτο, δεν εκφράζεται και δε φαίνεται να χωρά στα παραδοσιακά συνδικάτα. Επίσης, αναπαράγεται ο διαχωρισμός ανάμεσα σε μια ελίτ πτυχιούχων που θέλουν να διεκδικήσουν περισσότερα για τους εαυτούς τους και αφήνουν απ’ έξω όλους τους υπόλοιπους που βιώνουν την ίδια συνθήκη και χειρότερα, όπως οι μη πτυχιούχοι και οι μετανάστες. Βλέπουν λοιπόν την επισφάλεια ως ένα ζήτημα που πρέπει να αναγνωρισθεί και να θεσμοποιηθεί από το κράτος και τους εργοδότες, για να γίνει διαχειρίσιμο, για να τεθούν όρια «από τα πάνω» ώστε να μην υπάρξει ριζοσπαστικοποίηση και αγώνες (βλ. την ευρωπαϊκή πολιτική του flexicurity).

Αναγνωρίζουμε και εμείς αυτές τις νέες συνθήκες στο χώρο της εργασίας, τη συνθήκη της επισφάλειας, αλλά δεν μπορούμε να μείνουμε μόνο σε αυτό. Οφείλουμε να μιλήσουμε για όλες της προεκτάσεις που έχει σε κάθε πτυχή της ζωής, να μιλήσουμε δηλαδή για τη συνολικότερη «επισφαλοποίηση» των ζωών μας. Η οποία, πέρα από την αβεβαιότητα της εργασίας, αφορά μια συνολικότερη στρατηγική του κεφαλαίου που επηρεάζει τις ζωές μας, όπως είναι ο μετασχηματισμός του εργασιακού μοντέλου που βάζει σε αμφιβολία ακόμα και τους εργαζόμενους με μία σταθερή εργασία (βλ. ρύθμιση για 65ωρο), όπως είναι η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας κ.α.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, με τον όρο επισφάλεια δεν μπορούμε παρά να αναφερόμαστε σε όλους. Σίγουρα αναγνωρίζουμε ότι η «επισφαλοποίηση» χτυπά κυρίως την πόρτα των νέων, αλλά όχι αποκλειστικά. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά το ζήτημα του πτυχίου, με τους μη πτυχιούχους να είναι ίσως και σε δυσμενέστερη θέση από τους υπόλοιπους. Επίσης, δεδομένη για εμάς πρέπει να θεωρείται η διεθνιστική και αντιρατσιστική προσέγγιση του ζητήματος της επισφάλειας, με τους μετανάστες να αποτελούν κατεξοχήν επισφαλή φιγούρα. Στόχος μας είναι να αναδείξουμε το ζήτημα στην ολότητά του, ως κοινωνικές σχέσεις που μετασχηματίζονται (εργασιακές, οικογενειακές, κοινωνικές, διαπροσωπικές). Οι συμβάσεις εργασίας, οι υπερωρίες, η κινητικότητα από μια δουλειά και μια ειδικότητα σε άλλη, οι αλλαγές στην ασφάλιση, το να μένει κανείς με τους γονείς τους ως τα 30 ή να συγκατοικεί, το να κάνει φίλους από διάφορες δουλειές ή να έχει αποσπασματικές σχέσεις, όλα αυτά εντάσσονται σε αυτό που ονομάζουμε «επισφαλοποίηση» και επηρεάζουν όλο το φάσμα της ζωής. Ζώντας μέσα σε αυτές τις συνθήκες και έχοντας επιλέξει το δρόμο του αγώνα, βλέπουμε πως απέναντί μας έχουμε το κράτος και τα αφεντικά και όχι την «παλιά γενιά» εργαζομένων. Η κριτική που μπορεί να γίνει στην τελευταία, είναι ότι ως ένα βαθμό επαναπαύτηκε σε αυτά που κέρδισε, εγκλωβίστηκε, ενσωματώθηκε και αφομοιώθηκε, και όχι στο ότι «έχει πολλά» και δεν δέχεται να τα δώσει πίσω. Είναι μια κριτική που μπορεί να γίνει με στόχο την εύρεση των θετικών και ελπιδοφόρων στιγμών αλλά και των αδυναμιών της και την αξιολόγηση των πρακτικών και των επιλογών της.

Σε αυτή τη διαδικασία «επισφαλοποίησης των ζωών μας» υπάρχουν κάποια ζητήματα που επανακαθορίζονται, που επανακαθορίζονται για τα ίδια τα υποκείμενα. Εμείς εντοπίζουμε κάποια από αυτά τα ζητήματα, παρακολουθούμε τις τάσεις με τις οποίες τείνουν να επανακαθοριστούν και σε κάποιες τάσεις βρίσκουμε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Μερικά παραδείγματα:

– Μόνιμη-σταθερή δουλειά για 40 χρόνια ή εναλλαγή στις εργασίες;

Θεωρούμε ότι το «ιδανικό» της μόνιμης-σταθερής δουλειάς, αν και δεν έχει ατονίσει τελείως (και αυτό φαίνεται από τις εξετάσεις του ΑΣΕΠ, τους διαγωνισμούς των τραπεζών, τα φροντιστήρια και τους 90.000 υποψήφιους στις πανελλαδικές εξετάσεις κ.α.) έχει αμφισβητηθεί, δεν είναι δηλαδή ένα «ιδανικό» για όλους, δεν είναι μια δεδομένη κοινωνική συνείδηση. Υπάρχει μια σειρά ιστορικών λόγων για αυτό, για την «αμφισβήτηση της μόνιμης-σταθερής εργασίας» στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, όπως π.χ. το ότι στην ελλαδική αγορά εργασίας ήταν πάντα αναπτυγμένη η άτυπη εργασία και ειδικά η «μαύρη» εργασία. Με άλλα λόγια, πολλοί εργαζόμενοι έχουν την εικόνα του «άτυπου εργαζομένου» εμπεδωμένη. Σκεφτείτε μόνο τη λέξη «μεροκάματο», τι σημαίνει, και πόσο εδραιωμένη είναι σαν έννοια μέχρι σήμερα. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι χώρα του τριτογενή τομέα (2 στους 3 εργαζόμενους). Η ραγδαία ανάπτυξη του τριτογενή τομέα, των υπηρεσιών, έχει δημιουργήσει επαγγέλματα που συνδέονται ευκολότερα με τα άτυπα εργασιακά καθεστώτα (ενώ στο δευτερογενή τομέα, στη βιομηχανία, είναι πιο εδραιωμένο το μοντέλο του 5μερου-8ωρου). Ακόμα, η μόνιμη-σταθερή εργασία γέννησαν μια σωρεία αγώνων το ‘70 και το ‘80. Γιατί λοιπόν να την προάγουν περισσότερο τα αφεντικά; Για αυτούς και για άλλους λόγους π.χ. επιθυμία κάποιου μέρους της νεολαίας αλλά και πολλών γυναικών να δουλεύουν ευέλικτα, η «μόνιμη-σταθερή δουλειά» έχει αμφισβητηθεί τόσο «από τα κάτω», όσο κυρίως «από τα πάνω», από το κεφάλαιο.

Από την άλλη μεριά, η εναλλαγή στις εργασίες που είναι σίγουρα μια «πιο πλούσια εμπειρία ζωής», επιβάλλεται σήμερα μονομερώς και πολύ βίαια, «από τα πάνω», και δεν είναι παρά σπάνια μια επιλογή των εργαζομένων. Που πρέπει να σταθούμε λοιπόν ανάμεσα στις δύο τάσεις; Τι να επιλέξουμε άραγε από το δίπολο «μόνιμη-σταθερή» ή «ευέλικτη-προσωρινή» εργασία; Το συγκεκριμένο δίλημμα είναι πλαστό. Όπου και αν βρεθούμε, είτε ως «σταθεροί» είτε ως «προσωρινοί», είμαστε αναγκασμένοι να παλέψουμε συλλογικά για καλύτερες συνθήκες, έχοντας πάντα ως μακροπρόθεσμη προοπτική και όραμα την απελευθέρωση από τον εκβιασμό της μισθωτής εργασίας. Και καμιά «σταθερότητα» ή «προσωρινότητα» δεν μπορεί να αφήσουμε να γίνει ο καταλυτικός παράγοντας (θετικός ή αρνητικός) για την οργάνωση και τον αγώνα μας.

– Περισσότερο κράτος, «κράτος πρόνοιας», «κράτος ασφάλειας», ή μορφές κοινωνικής αυτό-οργάνωσης, μη γραφειοκρατικές, μη ιεραρχικές;

Δεν απαξιώνουμε τους αγώνες που π.χ. ζητάνε ένα αυξημένο επίδομα ανεργίας, χρήματα για την Υγεία κ.τ.λ. Μας ενδιαφέρει όμως περισσότερο να στοχοποιούμε την εργοδοσία και λιγότερο να ζητάμε ένα κράτος-προστάτη. Γιατί πως μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι το «περισσότερο κράτος» δεν θα στραφεί ξανά εναντίον μας; Πως είμαστε σίγουροι ότι δεν θα επαναληφθεί η «κρατικοποίηση του ‘80», όταν δηλαδή όλες σχεδόν οι μορφές αυτόνομης κοινωνικής οργάνωσης (εργοστασιακά σωματεία, επιτροπές γειτονιάς, ομάδες γυναικών κ.α.) που ξεπήδησαν στην μεταπολίτευση και ήταν ριζοσπαστικές, ενσωματώθηκαν στις κρατικές δομές και «αφυδατώθηκαν»; Και όσο για την «πρόνοια και ασφάλεια», νομίζουμε ότι τίποτα δεν είναι καλύτερο από τα πλούσια δίκτυα κοινωνικών σχέσεων, από την ύπαρξη κοινωνικών συλλογικοτήτων που αυτοκαθορίζονται χωρίς διαμεσολαβήσεις, που στέκονται απέναντι στο κράτος και την εργοδοσία. Αν επαναπαυτούμε πάνω στο «καλό κράτος» ή τον «καλό εργοδότη»…αργά ή γρήγορα θα βρεθούμε πάλι μόνοι μας…αδύναμοι

– Πυρηνικές, αστικές οικογένειες και δάνεια για σπίτι ή ελεύθερες συμβιώσεις;

Άλλο ένα ενδιαφέρον στοιχείο που επανακαθορίζεται είναι η σύγχρονη «ελληνική» οικογένεια. Το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας, πέρα από τους συναισθηματικούς δεσμούς, είναι και το δεκανίκι της τοπικής οικονομίας και του «κουτσού» κράτους πρόνοιας. Σε ένα μεγάλο ποσοστό οι νέοι εργαζόμενοι (πτυχιούχοι ή μη) παραμένουν στην οικογενειακή εστία μέχρι και τα 30 ή τουλάχιστον μέχρι να «ορθοποδήσουν» οικονομικά και τότε συνήθως αντικαθιστούν την πατρική εστία με μία νέα οικογενειακή εστία που φτιάχνουν οι ίδιοι. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια που τα «οικονομικά περιθώρια» στενεύουν, αυξάνεται και η επιλογή της συγκατοίκησης. Διακρίνουμε δηλαδή και μια κίνηση αλλαγής από τους δεσμούς οικογένειας σε πιο χαλαρούς φιλικούς δεσμούς, πράγμα που είναι πολύ ενδιαφέρον όταν άτομα που βιώνουν παρόμοιες συνθήκες ζωής (εργασίας, χρόνου κτλ.) συγκατοικούν, συζητούν και σχεδιάζουν από κοινού το μέλλον τους, δημιουργώντας έτσι νέες δυναμικές και προοπτικές.

– Ατομική κινητικότητα ή συλλογική οργάνωση όπου και αν βρισκόμαστε;

Ας δούμε την κινητικότητα στην αγορά εργασίας σήμερα. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι κινούνται στην αγορά εργασίας (και όχι μόνο) ατομικά, εργαλειακά, εφήμερα. Η κινητικότητα από δουλειά σε δουλειά πάει πακέτο με τη συνεχή εναλλαγή διαφορετικών εργασιακών χώρων και την εξατομίκευση του εργαζόμενου, αφού ο ίδιος δεν μπορεί να μείνει σε ένα συγκεκριμένο χώρο για αρκετό διάστημα, ώστε να έρθει σε τριβή με τους συναδέλφους του, να μεταφερθεί η εμπειρία του παρελθόντος και να δημιουργηθεί ένα συλλογικό όραμα για το παρόν και το μέλλον. Παράλληλα, ο εργαζόμενος επιδιώκει κυρίως να πετύχει το ιδιωτικό του όνειρο. Δουλεύει σήμερα εδώ, αύριο εκεί, κακοπληρωμένος, «συμβασιούχος», ανασφάλιστος, ελπίζοντας πως αυτό είναι απλά προσωρινό και κάποια στιγμή θα βρει και αυτός κάτι καλύτερο. Η «επισφαλοποίηση» όμως είναι μια αντιφατική διαδικασία που εμπεριέχει διαφορετικές δυναμικές καταστάσεις. Δηλαδή, ενώ από τη μία φαίνεται ότι η συνεχής κινητικότητα προκαλεί ανασφάλεια, άγχος για το αύριο, δυσκολία να σχεδιάσεις το μέλλον και να έχεις σταθερές αναφορές, από την άλλη φαίνεται να εμπεριέχει και το στοιχείο της δημιουργικότητας, της ενεργητικότητας, και καμιά φορά τα κενά διαστήματα μεταξύ εργασιών αφήνουν χρόνο στον εργαζόμενο για αναστοχασμό στο περιεχόμενο της εργασίας αλλά και της ίδιας της ζωής. Πέρα από το θετικό ή αρνητικό ρόλο της κινητικότητας στους εργαζόμενους (ρόλος που εξαρτάται από ένα πλήθος παραγόντων), το στοίχημα είναι σίγουρα το να υπάρχει συλλογική αυτό-οργάνωση σε κάθε χώρο, σε κάθε δουλειά, να αφήνουμε πίσω μας μια παρακαταθήκη ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ,

ΓΙΑ ΕΜΑΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΠΟΜΕΝΟΥΣ.

Σήμερα λοιπόν που το μοντέλο της κλασσικής συνδικαλιστικής οργάνωσης φαίνεται γερασμένο και ανήμπορο να εμπνεύσει τους εργαζόμενους, αρκετός κόσμος ψάχνει νέες μορφές οργάνωσης και αγώνα στους εργασιακούς του χώρους (ακόμα και με «παλιά υλικά», π.χ.σωματείο). Μερικά παραδείγματα είναι οι συλλογικότητες που έχουν αναπτυχθεί στην Αθήνα από κόσμο που βρίσκεται σε επισφαλείς συνθήκες και που καλέστηκαν για να μοιραστούν την εμπειρία τους μαζί