ΕΚΔΗΛΩΣΗ – ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΟ ΓΑΛΑΞΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΑΣ

13 Ιουνίου, 2008

Το έντυπο ΣΤΑΣΗ στο συνεχές τρέξιμο των επισφαλών σχέσεων σας προσκαλεί στην εκδήλωση

Η G700 δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις

ΣΤΟ ΓΑΛΑΞΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΑΣ

Δε μιλάμε για λίγα ευρω παραπάνω

αλλά για όλη μας τη ζωή


ΕΚΔΗΛΩΣΗ – ΣΥΖΗΤΗΣΗ με

– κούριερ, ντελιβεράδες, εξωτερικούς υπαλλήλους – οδηγούς

(από το σωματείο Συνέλευση Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου Αθήνας)

Σερβιτόρους – Μάγειρες εργαζόμενους στον επισιτισμό

(από το σωματείο Σερβιτόρων – Μαγείρων της Αθήνας)

– Εμποροϋπαλλήλους

(από το περιοδικό ΡΕΠΟ που εκδίδεται στο χώρο του εμπορίου στην Αθήνα)

– Βιβλιουπαλλήλους

(από την συλλογικότητα Βιβλιοφρικάριος που δραστηριοποιείται στον χώρο του βιβλίου στην Αθήνα)

– Πρωτοβουλίες από τη Θεσσαλονικη

ΣΑΒΒΑΤΟ 21 ΙΟΥΝΗ

20.00 στη ΦΑΜΠΡΙΚΑ ΥΦΑΝΕΤ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


ΣΤΑΣΗ στο συνεχές τρέξιμο των επισφαλών σχέσεων τεύχος νο2 μαης 2008

9 Ιουνίου, 2008


EDITORIAL no2

9 Ιουνίου, 2008

Ελαστική εργασία, μαύρα μεροκάματα, από δουλειά σε δουλειά, συνεχές τρέξιμο, μηδενικές προσδοκίες ή στην καλύτερη μια δουλειά που να μπορώ να τα βγάζω πέρα. Όλοι λίγο-πολύ καταλαβαίνουμε περί τίνος πρόκειται, όλες λίγο πολύ έχουμε βρεθεί σε αυτές τις συνθήκες. Αβεβαιότητα στην εργασία, αβεβαιότητα στην καθημερινότητα, αβεβαιότητα στο τι επιθυμούμε στη ζωή μας. Οι συνθήκες που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ζητάνε όλο και περισσότερα κομμάτια του χρόνου μας που πριν ήταν έξω από το θεσμισμένο 8ωρο. Ζητάνε από το σώμα και το μυαλό μας να είναι σε standby όλη τη διάρκεια της μέρας είτε δουλεύουμε, είτε είμαστε άνεργοι και ψάχνουμε για δουλειά.

Στο θολό αυτό τοπίο της νέας εργασιακής και υπαρξιακής συνθήκης νιώσαμε την ανάγκη να μοιραστούμε εμπειρίες του παρελθόντος και να αρχίσουμε να ανιχνεύουμε νέους τρόπους αντίστασης. Αυτός είναι και ο σκοπός του παρόντος εντύπου. Η ανάδειξη των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε τόσο ως εργαζόμενοι, όσο και ως, γενικότερα, δέσμιοι ενός συστήματος που μας κλέβει το χρόνο και τα όνειρά μας. Θέλουμε να μιλήσουμε και να ονειρευτούμε κάτι περισσότερο από το τι δουλειά θα κάνουμε τον επόμενο μήνα…

Κουβαλώντας όλες αυτές τις εμπειρίες και τους προβληματισμούς βρεθήκαμε τους τελευταίους μήνες και εμείς στους δρόμους μαζί με τα υπόλοιπα κομμάτια του κόσμου που θέλησαν να αντισταθούν στη σφοδρή επίθεση του κράτους και των αφεντικών ενάντια στα ταμεία ασφάλισης των εργαζομένων. Κεκτημένα του εργατικού κινήματος των περασμένων δεκαετιών μπήκαν στο στόχαστρο με το περίφημο νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό. Αυξήσεις των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, μείωση των συντάξεων, δυσμενείς αναπροσαρμογές για τις εργαζόμενες μητέρες με ανήλικα παιδιά, αύξηση του αριθμού των απαιτούμενων ενσήμων για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Πόσο πιο άμεση και καταφανής θα μπορούσε να είναι αυτή η επίθεση;

Για άλλη μια φορά, οι κάθε λογής εργατοπατέρες βγήκαν μπροστά προεξαγγέλοντας σκληρούς αγώνες και γενικές απεργίες με το γνωστό εδώ και χρόνια αγωνιστικό- άντε να τελειώνουμε να πάμε για κάνα τσίπουρο- προφίλ τους.

Η πρώτη απεργία και πορεία στις 12 Δεκέμβρη ήταν ενθαρρυντική. Αρκετοί απεργοί, πολύς κόσμος στους δρόμους, έντονη κινητικότητα και μια διάχυτη αίσθηση ότι αυτή η επίθεση δε θα μείνει αναπάντητη, ότι η υπεράσπιση των κεκτημένων είναι τουλάχιστον ζήτημα αξιοπρέπειας. Η συμμετοχή του κόσμου άφηνε μεγάλες προσδοκίες για τη συνέχεια, όταν θα πλησίαζε η κατάθεση του νομοσχεδίου στη βουλή.

Όμως τα πράγματα δεν συμβαίνουν από μόνα τους. Δεν υπάρχουν αγώνες χωρίς υποκείμενα που θα τους οργανώσουν και θα θέσουν ζητήματα για προβληματισμό και συζήτηση στη δημόσια σφαίρα. Ο κόσμος στηρίχθηκε και αφέθηκε για άλλη μια φορά στα χέρια των «ειδικών». – Ναι θα απεργήσω, θα απεργήσουμε, θα κατεβούμε στο δρόμο, θα φωνάξουμε. Όταν όμως καλέσει η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ. Πώς αλλιώς να γίνει; Τι άλλο μπορώ να κάνω; – Με την αδράνειά της η βάση των εργαζομένων στο διάστημα που ακολούθησε μετά την απεργία του Δεκέμβρη, έδωσε στη συνδικαλιστική ηγεσία την πλήρη νομιμοποίηση να μιλά, να ενεργεί και να αποφασίζει για τον αγώνα, το περιεχόμενο, τη μορφή και τα όριά του. Υπό αυτές τις συνθήκες, φτάσαμε στο τραγικό πραγματικά γεγονός, μέχρι την ψήφιση του νομοσχεδίου να έχουν κηρυχθεί από τη ΓΣΕΕ μόνο μία στάση εργασίας στις 12/03 και δύο 24ωρες απεργίες, στις 13/02 και 19/03, κινητοποιήσεις που άρχισαν να διαψεύδουν η μία μετά την άλλη τις προσδοκίες τις οποίες είχε αφήσει στον κόσμο η πορεία/απεργία στις 12 Δεκέμβρη. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, η πορεία στις 19 Μάρτη, την υποτιθέμενη ημέρα κορύφωσης του αγώνα, να μην έχει καθόλου παλμό, καθώς όλα τα κομμάτια των εργαζομένων είχαν χάσει ήδη κάθε πίστη στον αγώνα και την αποτελεσματικότητά του. Η λογική της ηρωικής ήττας διαπερνούσε όλη την πορεία από την αρχή ως το τέλος της, μια λογική που δεν ταιριάζει σε κόσμο που θέλει να αντισταθεί και να υπερασπιστεί τουλάχιστον τα ήδη κατεκτημένα και θεμελιώδη δικαιώματά του.

Εδώ οφείλουμε να αναφερθούμε σε ορισμένες εξαιρέσεις, όπως αυτές της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και των ΠΟΕ-ΟΤΑ. Τα συγκεκριμένα σωματεία πραγματοποίησαν πολυήμερες απεργίες, κινήθηκαν και έδρασαν έξω από τη γραμμή που είχαν χαράξει ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. Παρ’ όλα αυτά, όμως, τόσο λόγω της μερικότητας των διεκδικήσεων τους και της αδυναμίας τους να συνδεθούν με άλλα κοινωνικά κομμάτια, όσο και της μεγάλης επίθεσης που δέχθηκαν από το κράτος, τους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς και τα Μ.Μ.Ε. έμειναν αποκομμένα και δεν κατάφεραν να εμπνεύσουν άλλο κόσμο και να εμπνευστούν και οι ίδιοι από αυτόν.

Η μάχη για το ασφαλιστικό κατέληξε σε μια οδυνηρή ήττα για το εργατικό κίνημα. Ανοίγει το δρόμο στο κράτος και τα αφεντικά για την πλήρη αναδιάρθρωση στον τομέα της εργασίας, που συνεχίζεται σήμερα με την προσπάθεια αλλαγής του εργατικού δικαίου. Και η ιστορία αυτού του αγώνα μας θέτει προβληματισμούς. Όχι τόσο για τις κάθε λογής συνδικαλιστικές ηγεσίες, των οποίων η τελική ωμή σύμπραξη με τα αφεντικά θεωρείται πλέον φυσιολογικό γεγονός, αλλά κυρίως, για την αδυναμία των ίδιων των καθημερινών εργαζομένων να βρουν συλλογικά οράματα, να οργανωθούν και να δράσουν. Ένα μεγάλο πλήθος κόσμου, που τρώει τη μισή του ζωή δουλεύοντας για να μπορέσει να ζήσει και όταν δέχεται μια τέτοια επίθεση, στέκεται αμήχανο και ανήμπορο να αντιδράσει. Το ζητούμενο είναι όλος αυτός ο κόσμος να μπορέσει να βρει ένα νέο είδος κοινότητας. Να δημιουργήσει νέους δεσμούς μεταξύ του και να οργανωθεί με μορφές που ο ίδιος θα επιλέξει, μακριά από λογικές εκπροσώπησης και διαμεσολάβησης. Να θέσει ζητήματα, όχι μόνο για τη δουλειά, αλλά συνολικά για τη ζωή, μιας και οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αυτών των δύο είναι σήμερα πολύ θολές. Το στοίχημα είναι ανοιχτό και δεν μπορούμε παρά να το κερδίσουμε …

Για επικοινωνία :
e-mail : episfaleia@episfaleia.gr
τηλ: 6947234697
website:www.stasi-episfaleia.blogspot.com


ΜΟΥ ΑΡΕΣΟΥΝ ΟΙ ΦΡΑΟΥΛΕΣ

9 Ιουνίου, 2008


Μου αρέσουν οι φράουλες. Πέρυσι αγόραζα μέρα πάρα μέρα. Φέτος, όμως, για κάποιον λόγο όταν βλέπω φράουλες σφίγγεται το στομάχι μου. Όχι γιατί είναι μεταλλαγμένες, που θα μπορούσαν να είναι, αλλά γιατί γνωρίζω, δηλαδή είδα και άκουσα, για κάτι που μέχρι χθες δεν γνώριζα. Και ούτε μπήκα στον κόπο να γνωρίσω από τα πριν.
Εδώ που τα λέμε, κατά κάποιο τρόπο, ήξερα ήδη. Αυτό που ήξερα, ισχύει για κάθε εμπόρευμα, και ονομάζεται εδώ και χρόνια εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας, με αντάλλαγμα χρήματα. Και αυτή την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας από πολύ συγκεκριμένους ανθρώπους την ξέρει ο καθένας και η καθεμιά που έτυχε να δουλεύει για το α ή β αφεντικό. Καπιταλισμό το λένε. Και είναι τόσο καλά οργανωμένος που δύσκολα δεν τον βρίσκεις κάπου σήμερα.
Όλοι/ες ξέρουμε, αν και είναι το τελευταίο πράγμα που σκεφτόμαστε, ότι για να φτάσει ένα εμπόρευμα στα ράφια και στους πάγκους των αγορών ή των σούπερ μάρκετ κάποιοι και κάποιες από εμάς πουλάνε τον χρόνο τους. Επίσης αρκετοί/ές μαζί με αυτό το χρόνο πουλάνε και την αξιοπρέπεια τους. Μάλλον δεν τους δίνεται η δυνατότητα καν να την διαπραγματευτούν. Ξέρετε, νοίκια, λογαριασμοί, καθημερινές ανάγκες, άντε και λίγη διασκέδαση τα Σαββατοκύριακα.
Όμως για τις φράουλες, όπως και για τόσα άλλα εμπορεύματα που δεν γνωρίζουμε, είτε γιατί «πέφτει λίγο μακριά» είτε γιατί δεν θέλουμε να γνωρίζουμε, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Στην προκειμένη το «πέφτει λίγο μακριά» ονομάζεται Πελοπόννησος, το εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας ονομάζεται 12ωρα με 2,5 ευρώ την ώρα, το αδιαπραγμάτευτο της αξιοπρέπειας; Τι να λέμε τώρα; Στρατόπεδα εργασίας στην ελληνική επικράτεια είχαμε να δούμε από το ’40. Και όταν λέμε στρατόπεδα κυριολεκτούμε. Περιφραγμένες εγκαταστάσεις διαβίωσης εργατών, υπό την εποπτεία των αφεντικών τους. Έλεγχος της παροχής των μέσων διαβίωσης, εκφοβισμοί και έλεγχος της καθημερινότητας. Καθημερινότητα που δεν είναι παρά κάτι μεταξύ ξύπνα – δούλευε – φάε – ξεκουράσου – και πάλι τα ίδια μέχρι… Μέχρι να τελειώσει η σοδειά, να πάνε οι εργάτες στον αγύριστο, αφού τα ελληνικά στρατόπεδα εργασίας δεν αφορούν τους έλληνες αλλά εκείνους τους «άλλους». Εκείνους τους «επικίνδυνους», τους «κλέφτες», τους «μας παίρνουν τις δουλειές», τους «βιάζουν τις κόρες μας» και άλλα ωραία . Αυτοί οι «άλλοι» όχι απλά δεν θα έπρεπε να διαμαρτύρονται αλλά θα έπρεπε να λεν και ευχαριστώ. Γιατί η τάξη των αφεντικών άμα θέλει παίρνει και τα όπλα, τα πήρε τα όπλα.
Στην Μανωλάδα, που παράγει τις πιο όμορφες φράουλες, τα πουλάκια κελαηδάνε, οι συναθροίσεις στις πλατείες μοιάζουν με θερμά πανηγύρια, τα συρματοπλέγματα χρησιμεύουν μόνο για να απλώνεις ρούχα και τα όπλα στρέφονται άφοβα στα κεφάλια των μεταναστών – γιατί μέσα στο πλέγμα της αιχμαλωσίας τους είχαν το θράσος να ζητήσουν λίγα παραπάνω ευρώ.

Όταν κοιτάω τις φράουλες μου σφίγγεται το στομάχι, γιατί έτσι;


“ΜENΩ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ” ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΤΕΓΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΦΑΛΗ ΖΩΗ

9 Ιουνίου, 2008


Για ένα άνθρωπο που παίρνει 600-700 ευρώ τον μήνα, που τρέχει συνεχώς από δουλειά σε δουλειά, που περιστασιακά μένει άνεργος και κυρίως, για ένα νέο που ψάχνεται κάπως να σταθεί στα πόδια του έξω από την οικογενειακή αγκάλη, η απόκτηση ενός δικού του χώρου για να μείνει είναι μία πάρα πολύ δύσκολη υπόθεση. Με νοίκι στα 200 με 300 ευρώ (περίπου το μισό του βασικού), το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να ζεις για να δουλεύεις, ώστε να τα δίνεις σε νοίκια, λογαριασμούς, φαγητό και τα διάφορα αναλώσιμα. Τα πράγματα σε σχέση με παλιότερα σίγουρα έχουν αλλάξει. Για τους γονείς μας η αγορά ενός σπιτιού ήταν μία υπόθεση, ναι μεν δύσκολη, αλλά πάντως πραγματοποιήσιμη. Οι συνθήκες ζωής βέβαια ήταν διαφορετικές, υπήρχε το δεδομένο της σταθερής δουλειάς και υποτυπώδεις θεσμοί του κοινωνικού κράτους που παρείχαν μία αίσθηση ασφάλειας στον εργαζόμενο. Αυτή η εποχή όμως έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Σήμερα η πραγματικότητα του εξευτελιστικού βασικού μισθού, η εποχικότητα της εργασίας, η αβεβαιότητα για το πού θα βρίσκεσαι στο μέλλον καθιστούν την δυνατότητα αγοράς ενός σπιτιού, χωρίς την οικονομική ενίσχυση της οικογένειας, ένα άπιαστο όνειρο, ενώ το να νοικιάζεις μόνος σου είναι μία πολύ δύσκολη υπόθεση που απαιτεί το σύνολο σχεδόν της ενεργητικότητας και του χρόνου σου. Οι επιλογές που υπάρχουν βασικά είναι δύο: ή να μείνεις με τους γονείς σου μέχρι να «τακτοποιηθείς» ή να συγκατοικήσεις.

Το πρώτο στην Ελλάδα είναι αρκετά συνηθισμένο ως επιλογή, μιας και υπάρχουν πολύ συγκεκριμένες συνθήκες που έχουν να κάνουν με την ιστορία και τη δομή της «ελληνικής» πυρηνικής οικογένειας. Ο θεσμός της οικογένειας βλέπουμε ότι έχει στην Ελλάδα ανάλογο ρόλο με πλευρές του κράτους πρόνοιας που στην βόρεια Ευρώπη δίνει βοηθήματα στέγασης και καλύπτει κάποιες βασικές ανάγκες (εύρεση εργασίας, ιατρική κάλυψη). Πολύς κόσμος μένει σε σπίτι της οικογένειας είτε παίρνει ένα αναγκαίο χρηματικό βοήθημα, είτε όχι. Αυτό συμβαίνει χρονικά είτε μετά το πανεπιστήμιο για αυτούς που σπούδασαν σε άλλη πόλη, είτε νωρίτερα για όλους τους υπόλοιπους.

Μία τέτοια πραγματικότητα αποτελεί για τον καθένα μας, λιγότερο ή περισσότερο, μία πιεστική και αγχωτική συνθήκη. Όλοι ξέρουμε πόσο σημαντικό είναι να έχεις «τον χώρο σου» για να μπορέσεις να κάνεις τα πράγματα που θέλεις. Είναι αναμφισβήτητα βασικό για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ύπαρξη μία κοινωνικής ζωής που την ορίζεις εσύ. Η βοήθεια που προσφέρει η οικογένεια φαινομενικά αντικαθιστά την αδιαφορία μιας κοινωνίας που προάγει την ατομικότητα. Ουσιαστικά όμως και η οικογένεια νοιάζεται μόνο για το άτομο, «για το παιδί μας», και δεν απαντά στο τι θα γίνει με «τα παιδιά όλου του κόσμου». Σίγουρα, είναι ίσως η πιο βασική κοινότητα αλληλοβοήθειας που έχει απομείνει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει τόσο ότι είναι επιλογή, αλλά αποτέλεσμα της ανυπαρξίας άλλων κοινοτήτων αλληλοβοήθειας. Έτσι, αυτό που ισχύει είναι ότι το άτομο, και δη το νέο άτομο, εγκλωβίζεται σε μια «πολύ κλειστή κοινότητα» (3-4 μέλη), όπως αυτή της πυρηνικής οικογένειας. Μιας οικογένειας που –επειδή στην Ελλάδα είναι έντονα δεμένη με τη μικρή ιδιοκτησία (ένα χωράφι, ένα σπίτι, μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση κτλ.)- μπορεί να βοηθήσει τα μέλη της οικονομικά και συναισθηματικά, αλλά αντίστοιχα θα απαιτήσει και κάποιες συγκεκριμένες επιλογές ζωής εκ μέρους τους. Η άρνηση αυτών των επιλογών δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, γιατί οι επιπτώσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι μόνο οικονομικές, αλλά και συναισθηματικές (ρήξη με ανθρώπους με τους οποίους έχεις κοινωνικοποιηθεί μαζί για χρόνια, και μάλιστα στα «ευαίσθητα» παιδικά και νεανικά χρόνια). Σε αυτό το σημείο εντοπίζουμε μία ανάγκη εξόδου από την οικογενειακή οικία, μία επιθυμητική κοινωνική κίνηση, που, ούτως ή άλλως, αναζήτα διεξόδους σε αυτήν την επισφαλή συνθήκη.

Η επιλογή του να μένεις με τους γονείς σου δεν είναι, όπως είπαμε, αποτέλεσμα μόνο των οικονομικών αναγκών που πρέπει να καλυφθούν. Η δομή, η «κοινότητα» της πυρηνικής οικογένειας ορίζει ένα σύνολο από αξίες και ιδανικά που εγκλωβίζουν ουσιαστικά τα μέλη της σε ένα συγκεκριμένο τρόπο/μοντέλο ζωής. Αυτές οι αξίες έχουν αναφορά και καθορίζονται σε ένα μεγάλο βαθμό από την ίδια την κοινωνία ως όλον. Αποδεκτή κοινωνικά συμπεριφορά για παράδειγμα είναι η εξής: η έξοδος από την οικογένεια να σημαίνει την μετάβαση σε μια νέα οικογένεια, αυτή που θα δημιουργηθεί από ένα παιδί. Έτσι, για κάποιους από την γενιά των γονιών μας, η παραμονή στην οικογενειακή στέγη προκύπτει από την ανυπαρξία της νέας οικογενειακής δομής στην οποία θα μεταβεί το μέλος της. Παρόλα αυτά, ο λόγος που τείνει να γίνεται πια αποδεκτή σε ένα βαθμό μια διαφορετική επιλογή, όπως αυτή της συγκατοίκησης, είναι γιατί προκύπτει από την αντικειμενικότητα της επισφαλούς πραγματικότητας, και όχι μόνο λόγω της συνειδητής αποδοχής μίας εναλλακτικής μορφής κοινωνικότητας.

Τα τελευταία χρόνια οι συγκατοικήσεις στην Ελλάδα έχουν αρχίσει να εμπεδώνονται στην συνείδηση αρκετού νέου κόσμου, όχι μόνο ως μία αυστηρά «φοιτητική» επιλογή, αλλά ως μία, έστω και προσωρινά, ουσιαστική διέξοδο όσον αφορά το πρόβλημα της στέγασης. Αυτό αποτελεί μία αλλαγή σε σχέση με παλιότερα και ίσως μία τομή στην γενικότερη νοοτροπία σε σχέση με το ζήτημα του «πώς την βγάζω». Εμείς βλέπουμε στην ανάπτυξη όλων αυτών των συμβιωτικών συγκατοικήσεων, την ανάδυση μίας νέας μορφής κοινωνικότητας και μαζί με αυτήν, ίσως και το σπέρμα μίας νέας κοινωνικής συνείδησης. Μια κοινωνικής συνείδησης που λέει ότι δεν είμαστε, και δεν θα είμαστε ποτέ, αυτοί που κάποια στιγμή θα σταματήσουμε να σκεφτόμαστε και να αγχωνόμαστε για το αύριο, αυτοί που μας λέγανε οι γονείς μας ότι θα «εξασφαλιστούμε». Και ούτε το θέλουμε κιόλας με έναν ατομικό τρόπο. Θέλουμε να πάψουμε να εθελοτυφλούμε για να το τι συμβαίνει γύρω μας, με όλους μας, θέλουμε να πάψουμε να ακριβοπληρώνουμε τα ψίχουλα του ατομισμού. Μόνο αν επαν-εφεύρουμε μορφές επικοινωνίας και κοινωνικής αλληλοβοήθειας θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε συμπαγείς δομές, πλούσιες κοινωνικές σχέσεις δηλαδή, με τις οποίες θα καλύψουμε τις ανάγκες μας. Αυτό είναι ένα βήμα. Ένα άλλο είναι η οργάνωση, σε όλα αυτά τα «πεδία», των «στοιχείων» της επισφαλειοποίησης των ζωών μας (π.χ. εργασία) που μας κρατάνε καρφωμένους σε ένα σημείο, που μας απομονώνουν και μας ωθούν κάθε μέρα, λίγο περισσότερο στην παραίτηση και την κατάθλιψη.

Να, λοιπόν, μερικές ενδιαφέρουσες ιδέες: να καλύψουμε συλλογικά τις ανάγκες της στέγασης, αναζητώντας νέους ευέλικτους τρόπους. Με σεβασμό ο ένας στην άλλη, με συμβιωτικές συγκατοικήσεις, με δυναμικούς συλλογικούς διακανονισμούς στα νοίκια, που σε ορισμένες περιοχές έχουν φτάσει σε απίστευτα επίπεδα εκμετάλλευσης. Και, γιατί όχι, με καταλήψεις των άδειων σπιτιών και την μετατροπή τους σε στεγαστικές συλλογικότητες (κάτι που όπως μας δείχνει η Δυτική Ευρώπη, μπορεί να επιτευχθεί για πολλά χρόνια και για ολόκληρες γειτονιές). Να βρεθούμε με φίλους, να οργανωθούμε συλλογικά και να πάρουμε όλα αυτά που μας ανήκουν.


ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ

9 Ιουνίου, 2008

Η γαλλική λέξη syndicat που στα αγγλικά μεταφράζεται ως union αποτέλεσε μια έννοια ορόσημο τα τελευταία 100 τουλάχιστον χρόνια. Οι ενώσεις των εργατών υπήρξαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα το απόσταγμα μακρόχρονων αγώνων και οργανωτικών προσπαθειών. Αποτέλεσαν την οργανωτική μορφή που οι εργαζόμενοι εφηύραν για να σταθούν απέναντι στα αφεντικά και το κράτος. Ο χώρος δουλειάς, ως ένας κατεξοχήν μαζικός χώρος, συνδέθηκε με το συνδικάτο. Το συνδικάτο συμπύκνωσε τη σύγκλιση των ταξικών συμφερόντων των εργαζομένων. Από τη στιγμή που η μισθωτή εργασία άρχισε να επεκτείνεται έπειτα από αιώνες φεουδαρχικών σχέσεων, οι εργάτες διαπίστωσαν ότι μπορούν να προβούν σε συλλογική διαπραγμάτευση και αυτή να γίνει για το δικό τους συμφέρον.

Πέρα όμως από αυτό, πέρα από τη δυνατότητα συλλογικής διαπραγμάτευσης με τον εργοδότη και το κράτος, το συνδικάτο αποτέλεσε μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Οι βραδιές λογοτεχνίας, οι εκδρομές, η οργάνωση συσσιτίων κτλ. από τα συνδικάτα στα σπάργανά τους, ήταν παραδείγματα μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης. Μιας μορφής, που αναμφίβολα, υπήρξε η μήτρα αναρίθμητων εξεγέρσεων και το αποκούμπι της ελπίδας για μια ευρεία κοινωνική αλλαγή. Η εικόνα των Αμερικανών εργατών, που δεν ήξεραν να διαβάζουν, να γεμίζουν αίθουσες για να ακούσουν μέλη του συνδικάτου να διαβάζουν ποίηση και λογοτεχνία συμπυκνώνει τη δυναμική για το σύνολο της ζωής που αντιπροσώπευαν οι εργατικές ενώσεις. Το επαναστατικό πρόταγμα ήταν για πάρα πολλά χρόνια συνυφασμένο με το συνδικαλιστικό κίνημα, η παραγωγή ανατρεπτικής πολιτικής γεννιόταν και κυκλοφορούσε στα συνδικάτα. Η γενική απεργία μπορούμε να πούμε ότι, έστω και στιγμιαία, δημιουργούσε μια προβολή όλων των πόθων και των προσδοκιών του επαναστατικού κινήματος: το μπλοκάρισμα της καπιταλιστικής σχέσης με έναν επιθετικό τρόπο από τη μία και την απελευθέρωση του σκλαβωμένου χρόνου από την άλλη. Στιγμές ενός σχεδίου που φαίνονταν να φλερτάρει έντονα με ένα γενικό κοινωνικό μετασχηματισμό.

Μετά από το πρώτο κύμα του επαναστατικού συνδικαλισμού, που σε μεγάλο βαθμό διαπνεόταν από χαρακτηριστικά αυτό-οργάνωσης των εργατών, και αφού το συνδικάτο δεν ανέτρεψε την υπάρχουσα κατάσταση, αποτέλεσε αναμενόμενα «το μήλον της έριδος». Ήταν ένας νέος σχετικά πόλος κοινωνικής εξουσίας στον οποίο ήθελαν να ηγεμονεύσουν τα πολιτικά κόμματα, το κράτος, οι εργοδότες. Αυτό φυσικά συνέβαινε από την αρχή της γένεσης των συνδικάτων, αλλά με την ύφεση των εργατικών αγώνων εντάθηκε. Και έτσι έγινε. Τα συνδικάτα άρχισαν σιγά-σιγά να αποτελούν όχι μορφές οργάνωσης της προλεταριακής επιθετικότητας, αλλά κυρίως μορφές διαμεσολάβησής της, λείανσης των απαιτήσεων των εργαζομένων, «προσγείωσης σε ρεαλιστικούς στόχους» των προσδοκιών για ριζική κοινωνική αλλαγή. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και τα ταμεία αλληλεγγύης που έστησαν αρχικά οι εργάτες μέσα από το συνδικάτο έγιναν σιγά-σιγά κρατικά ταμεία. Το συνδικάτο περιορίστηκε σε ένα θεσμικό αμορτισέρ απορρόφησης των κραδασμών από τα αντικρουόμενα συμφέροντα των εργαζομένων και των αφεντικών. Πολλές φορές, και ενώ τυπικά το συνδικάτο εκπροσωπούσε τους καταπιεσμένους, είχε στην ουσία μετατραπεί σε ένα μηχανισμό διαφύλαξης της κοινωνικής ειρήνης με το ελάχιστο κοινωνικό κόστος. Παράλληλα, αποτελούσε και ένα μηχανισμό εκκαθάρισης των (ακόμα) ανυπότακτων εργαζομένων. Η αυτοοργανωμένη απεργία, το σπάσιμο της διαμεσολάβησης, δυσφημούνται από το θεσμικό συνδικαλισμό. Τα παραδείγματα απεργιών που σαμποτάρονται όταν γίνονται επικίνδυνες ή αγώνων που ξεπουλιούνται από τα ηγετικά συνδικαλιστικά στελέχη, τόσο στην Ελλάδα, όσο και παντού στον κόσμο αποτελεί κοινό τόπο στη μνήμη όσων αγωνίζονται.

Έτσι σήμερα, η απαξίωση του συνδικάτου ως μιας ανταγωνιστικής στον καπιταλισμό μορφής κοινωνικής οργάνωσης είναι πλέον μεγάλη. Η ταύτιση του συνδικαλισμού με συντεχνιακά αιτήματα και μόνο ξεκινάει τόσο από το ίδιο το κράτος, όσο και από τις εμπειρίες των ίδιων των εργαζομένων. Όσο ο συνδικαλισμός συγκρατούσε την επαναστατική επιθετικότητα, τα συνδικάτα αναγνωρίζονταν ως επίσημος κρατικός συνομιλητής. Σήμερα που η συλλογικοποίηση και ριζοσπαστική δράση φαίνεται να διέρχονται μια βαθιά κρίση, ο συνδικαλισμός δεν έχει αντικείμενο και γι’ αυτό αποκαθηλώνεται και από το ρόλο του μεσολαβητή (τουλάχιστον συγκριτικά με παλιότερα). Το κόστος για τα αφεντικά από συνδικαλιστικές δράσεις είναι συχνά τόσο μικρό, που μπορούν άνετα να κατηγορούν το κράτος για «αναλγησία απέναντι στους απεργούς»…

Το κενό που αφήνει το «κοινωνικό τέλμα» του συνδικάτου είναι καταρχήν ένα κενό πολιτικό και δευτερευόντως ένα κενό στη μορφή οργάνωσης. Η μορφή οργάνωσης των καταπιεσμένων, αντίθετα με διάφορες επαναστατικές δοξασίες, δεν ξεπηδάει ούτε από αρχέγονα ένστικτα, ούτε από κάποια θεϊκή επιφώτιση, αλλά από τις άμεσες κοινωνικές συνθήκες και την ανάγκη συγκεκριμένης απάντησης σε αυτές. Όμως στο μεταβιομηχανικό καπιταλισμό των δυτικών χωρών, που η πίεση του αυτοματισμού έχει διαλύσει τους μαζικούς χώρους εργασίας πολλά φαίνεται να έχουν αλλάξει. Επιπλέον, η άνοδος της ποιότητας ζωής, που με αγώνες επιτεύχθηκε, έγινε η μαύρη τρύπα της μνήμης και την γνώσης των ίδιων των εργαζομένων. Έτσι σήμερα, όλα αυτά που κατακτήθηκαν ροκανίζονται εύκολα από το κράτος και τα αφεντικά, που παίζουν χωρίς (νέο) αντίπαλο.

Στο δίλημμα αν η απάντηση είναι τα παραδοσιακά συνδικάτα ή ο ατομικός αγώνας ανέλιξης, δεν υπάρχει από την πλευρά μας αμηχανία. Απορρίπτουμε το δεύτερο, και θεωρούμε ότι η επιστροφή στον κλασσικό συνδικαλισμό και στους θεσμούς του είναι καταδικασμένη να ενισχύσει πρόσκαιρα μια σοσιαλδημοκρατική – αριστερή ροπή του κράτους και μακροπρόθεσμα θα στραφεί ξανά εναντίον μας, όπως τόσες φορές στο παρελθόν. Έτσι, το ερώτημα μιας κοινωνικής-πολιτικής ανασύνθεσης και μιας μορφής οργάνωσης της είναι επιτακτικό, όσο ποτέ. Και η απάντηση σε αυτή την αναγκαιότητα της εποχής δεν θα είναι το αποτέλεσμα ούτε μια καλής ιδέας, ούτε μιας φαντασμαγορικής προπαγάνδας. Η απάντηση θα είναι το αποτέλεσμα ενός διαρκούς πειραματισμού σε αγώνες μικρούς ή μεγάλους, απ’ όσους θέλουν και δοκιμάζουν να εφεύρουν νέες μορφές οργάνωσης των «από κάτω».

Ίσως να απαιτείται μια μακρά τέτοια περίοδος διάχυσης πειραμάτων αγώνα για να αρχίσει να συγκροτείται κάτι πιο συμπαγές, όπως κάποτε το συνδικάτο. Σε αυτή την προσπάθεια, το τέλος των προσδοκιών των κομμάτων και των ιεραρχικών μηχανισμών δεν λειτουργεί απαραίτητα υπέρ μας. Η κοινωνία των πολιτών (που ο πολιτικός της ορίζοντας δεν φθάνει πέρα από τα όρια ενός πιο ανθρώπινου καπιταλισμού) μεταχειρίζεται ακριβώς αυτήν τη νέα «αμεσοδημοκρατία των ατομισμών». Από τους οικολόγους μπλόγκερς, που απαγορεύουν τα πολιτικά πανό στις διαδηλώσεις τους, μέχρι τη «γενιά των 700€» που παραπονιέται για τους αντιπαραγωγικούς εργαζόμενους των δημοσίων συγκοινωνιών, το στοίχημα μια επανεφεύρευσης του κοινωνικού ανταγωνισμού απομακρύνεται όλο και περισσότερο, όσο η οριζόντια οργάνωση παραμένει μόνο ζήτημα μορφής και όχι και περιεχομένου. Γιατί αυτό που μας λείπει δεν είναι μόνο η περισσότερη συμμετοχή ή η συνδιαχείριση στον καπιταλισμό, αλλά μια συνεκτική και πολλαπλή ταυτόχρονα διαδικασία «εξόδου» σε περιεχόμενο και μορφή, όπως ίσως ήταν το συνδικάτο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα…


ΓΕΝΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΑΣ

9 Ιουνίου, 2008

“Από το 2000 λοιπόν, κάναμε, «επίθεση στο Παρίσι». Το νευραλγικό κέντρο της ταχείας εστίασης, η αντλία με τα δολάρια, ο πιο μεγάλος τζίρος στη χώρα. Πολύ γρήγορα οι κινητοποιήσεις σκλήρυναν τόσο στη McDonald’s όσο και στην Pizza Hut. Οι δύο φίρμες γνώρισαν τις πρώτες τους μεγάλες απεργίες σχεδόν ταυτόχρονα, με λίγες εβδομάδες απόσταση. Φαίνεται πως έφτανε να ανοιχτεί ο δρόμος, να δοθεί το παράδειγμα για να εκφράσουν τη δυσαρέσκεια τους και άλλοι εργαζόμενοι της ταχείας εστίασης. Από μερικές ώρες στάσης εργασίας περάσαμε σε μερικές μέρες, έπειτα σε μερικές βδομάδες και τελικά σε μερικούς μήνες… Μέχρι και 115 μέρες απεργίας στο εστιατόριο McDonald’s της λεωφόρου Στρασβούργου-Σαιν-Ντενί (Οκτώβριος 2001 – Φεβρουάριος 2002)! Κάτι το πρωτοφανές στην καρδιά του Παρισιού, πόσο μάλιστα για του υπάκουους, συνήθως, εργαζόμενους της ταχείας εστίασης”

Τον Ιούνιο του 1993,ο Αμπντέλ Μαμπρουκί, 21 ετών, υπό τον εκβιασμό της επιβίωσης και έχοντας παρατήσει ήδη το σχολείο, προσλαμβάνεται στην Pizza Hut. Ο Αμπντέλ θεώρησε πως μια θέση μερικής απασχόλησης με σύμβαση αορίστου χρόνου ήταν μια πολύ καλύτερη συνθήκη από τις προηγούμενες του προσωρινές δουλείες σε στησίματα/ξεστησίματα εκθέσεων και σε εργοτάξια. Γρήγορα όμως αντιλήφθηκε πως η εργασία σε χώρους ταχείας εστίασης δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Η ταχύτητα στην εξυπηρέτηση πατάει πάνω στην εξοντωτική εργασία χιλιάδων «πολυειδικευμένων εργαζομένων» που πρέπει να ξέρουν και υποχρεούνται να μάθουν να κάνουν τα πάντα. Από τις παραγγελίες, μέχρι την παρασκευή και την αποστολή του γεύματος. Εργαζομένων, που η νέα ορολογία των εργασιακών σχέσεων τους θέλει «μερικώς απασχολούμενους» και που προορίζονται να δουλέψουν κυρίως τις ώρες αιχμής για την μεγιστοποίηση του τζίρου των εταιριών.  Οι εργαζόμενοι αυτοί, λοιπόν, εκτός από το πλήθος παράλογων εντολών, κανόνων, πιέσεων που υφίστανται από την διεύθυνση ή τους μάνατζερ των καταστημάτων, έχουν να αντιμετωπίσουν, στις περισσότερες των περιπτώσεων, συνθήκες εργασίας χωρίς τους στοιχειώδεις κανονισμούς ασφάλειας και υγιεινής ( κακής ποιότητας μοτοποδήλατα, έλλειψη σωστού ρουχισμού, έλλειψη χώρων για τους εργαζόμενους κτλ.).

Όλα τα παραπάνω οδηγούν τους νέους εργαζόμενους στο να εγκαταλείπουν αυτές τις δουλείες μετά από ένα-δύο χρόνια και την εταιρία να προσλαμβάνει άλλους πιο παραγωγικούς που ψάχνουν απελπισμένα για δουλειά, ανακυκλώνοντας έτσι το εργατικό της δυναμικό και περιορίζοντας ταυτόχρονα τα περιθώρια κάποιας οργανωμένης αντίστασης.

Ο Αμπντέλ, λόγω πείσματος και λόγω του πόστου που του ανατέθηκε  εξ αιτίας της μυωπίας του (λάντζα), αποφάσισε να μην παραιτηθεί σύντομα από την Pizza Hut αλλά να κάτσει και να οργανώσει όσο γίνεται δυναμικές εστίες αντίστασης ενάντια στην εργοδοσία. Μετατρέποντας το χώρο της λάντζας, όπου έρχονταν σε επαφή με όλους σχεδόν τους εργαζομένους, σε χώρο συνεύρεσης και συζήτησης εν ώρα δουλείας, καταφέρνει να θέσει στους υπόλοιπους εργαζομένους το ζήτημα της σύγκρουσης. Γρήγορα έρχεται σε επαφή με την CGT, τη γαλλική Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων και το 1996 καθίσταται εκπρόσωπος της σε όλα τα καταστήματα της Pizza Hut.

Στο βιβλίο « Η γενιά της επισφάλειας», που έγραψε ο ίδιος ο Αμπντέλ, περιγράφονται εμπειρίες τόσο μέσα από τους χώρους εργασίας της ταχείας εστίασης και γενικά της επισφαλούς εργασίας όσο και γύρω από τις δυνατότητες οργάνωσης και κινητοποίησης στους χώρους αυτούς. Τίθενται ζητήματα για το πως μπορεί να ξεκινήσει μια δράση, όπως μια απεργία ή διαδήλωση στις μικρές ευέλικτες μονάδες παραγωγής του τριτογενή τομέα. Πως είναι δυνατόν να συντονιστούν οι εργαζόμενοι από διαφορετικά καταστήματα και από διαφορετικές εταιρίες και να δράσουν από κοινού. Πως μπορούν αποτελεσματικά να βελτιωθούν οι όροι τις εργασίας, τα πιεστικά ωράρια, οι παρατυπίες, οι πειθαρχικές διώξεις και οι «με το παραμικρό» απολύσεις. Τέλος αυτό που σκιαγραφείται και αναπτύσσεται ως προβληματική μέσα από την εμπειρία του Αμπντέλ, ως συνδικαλιστή, είναι η εξής: Ποιος είναι ο ρόλος των επίσημων θεσμών (συνδικάτων, κομμάτων, πολιτικών οργανώσεων, μέσων μαζικής ενημέρωσης κτλ.) στην κίνηση των «από τα κάτω», στις πρωτοβουλίες των ίδιων των εργαζομένων για αντίσταση;

Την ελληνική έκδοση του βιβλίου συνυπογράφουν οι εργατικές συλλογικότητες «Βιβλιοφρικάριος», «το Ρεπό», το Σωματείο Σερβιτόρων και Μαγείρων, η Συνέλευση Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου και η Ομάδα «Νομάδες Αντιρροής» όπου είχε την πρωτοβουλία για την μετάφραση, έκδοση αλλά και περαιτέρω συλλογικοποίηση αυτής της προσπάθειας με σκοπό να φτάσει σε όσο το δυνατών περισσότερους εργαζόμενους σε παρόμοιες συνθήκες.
Για να το βρείτε επικοινωνήστε με τις συγκεκριμένες ομάδες στην Αθήνα (Http://generationprecaire.blogspot.com)  ή στη Θεσσαλονικη με την συντακτική ομάδα της Στάσης Επισφάλειας

Για την μνήμη…
Τον Απρίλη του 2001 ιδρύεται στην Ελλάδα για πρώτη φορά σωματείο εργαζομένων στην Pizza Hut- γνωστό και ως ΣΕΒΑΧ. Η δράση του επικεντρώθηκε στις συνθήκες εργασίας αλλά και στο ίδιο το δικαίωμα συμμετοχής σε σωματείο. Τον Χειμώνα 2002/2003 η δράση του σωματείου κορυφώνεται με την αναίτια απόλυση εργαζομένων που διαμαρτυρήθηκαν για τα καψόνια που τους βάζουν οι υπεύθυνοι των καταστημάτων. Το κατάστημα του Χαλανδρίου και των Βριλησσίων προχωρούνε σε στάση εργασίας. Το ίδιο βράδυ αποφασίζεται από τη Γενική Συνέλευση του σωματείου απεργία. Ακολουθούν αποφάσεις για απεργία διαρκείας ενώ οργανώνεται καμπάνια για την γνωστοποίηση των αιτημάτων των απεργών. Πραγματοποιούνται συγκεντρώσεις σε άλλα καταστήματα και εκτός Αθήνας, σε Κρήτη και Θεσσαλονίκη. Στις 17/1 πραγματοποιήθηκε τηλεφωνικό σαμποτάζ στο τηλεφωνικό κέντρο της εταιρίας. Τελικά η απεργία , που κράτησε 14 μέρες, έληξε έχοντας ήδη κηρυχθεί παράνομη και καταχρηστική από την εργοδοσία και αφού οι οικονομικές δυνατότητες των απεργών είχαν αγγίξει τα όρια τους.
Εδώ στη Θεσσαλονίκη πρωτοβουλία εργαζομένων σε καταστήματα της Pizza Hut και αλληλέγγυων πραγματοποίησαν πλήθος παρεμβάσεων σε καταστήματα και στους δρόμους της πόλης. Μπορεί αυτοί οι αγώνες να φαίνονται μικροί και η ήττα τους σχεδόν αναμενόμενη, όμως η εμπειρία των ανθρώπων που έχουν συμμετέχει σε αυτούς αποτελούν μια παρακαταθήκη για τους επόμενους και τις επόμενες που θα αποφασίσουν να πάψουν «να κάνουν την πάπια» και θα αντισταθούν συλλογικά και δυναμικά σε κάθε λογής αφεντικά….


ΒΡΩΜΑ Η ΔΟΥΛΕΙΑ…

20 Μαρτίου, 2008

a1.jpg

a8.jpg

a3.jpg

a7.jpg

 

a9.jpg

a10.jpg

a11.jpg

a13.jpg

a12.jpg

 

 

a18.jpg

a17.jpg

 

a19.jpg

 

a20.jpg

 

a21.jpg

a22.jpg

φωτογραφίες από δράσεις επισφαλών εργαζομένων κατά τη διάρκεια της πανεργατικής απεργίας 19 Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη


EDITORIAL

20 Μαρτίου, 2008

-Με το ζόρι, τα βγάζω πέρα…

-Τα φέρνω βόλτα…

-Τι κάνεις;

-Τρέχω ψάχνω..

 

Ελαστική εργασία, «μαύρα» μεροκάματα, από δουλειά σε δουλειά, δια βίου εκπαίδευση, συνεχές τρέξιμο, μηδενικές προσδοκίες ή στην καλύτερη, μια δουλειά που να μπορώ να τα βγάζω πέρα. Όλοι λίγο πολύ καταλαβαίνουμε περί τίνος πρόκειται , όλες λίγο πολύ έχουμε βρεθεί σε αυτές τις συνθήκες. Γιατί:

 

– Οι υποχρεώσεις τρέχουν. Νοίκια, λογαριασμοί, δάνεια, κάρτες…

 

Πιάνουμε καθημερινά τους εαυτούς μας να μιλάνε για αβεβαιότητα. Αβεβαιότητα στην εργασία, αβεβαιότητα στην καθημερινότητα, αβεβαιότητα στο τι επιθυμούμε στην ζωή μας.

 

Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, όλο και περισσότεροι νέοι και νέες εργαζόμενες ψάχνουν τρόπους να διαχειριστούν την διάχυτη αβεβαιότητα. Όμως, μόνο τον τελευταίο χρόνο άρχισε να αποτυπώνεται και να συζητιέται αυτή η συνθήκη στην δημόσια σφαίρα. Ξαφνικά, διάφοροι αναλυτές, πολιτικοί και μη, ανακαλύψανε πως οι νέες γενιές που τελειώνουν τα πανεπιστήμια αλλά και νέοι εργαζόμενοι χωρίς πτυχία δεν έχουν και πολλά να χωρίσουν, τουλάχιστον από την άποψη του πρώτου τους μισθού. Η «γενιά των 700 ευρώ» σας λέει κάτι;

 

Σε αυτή την γενική κατηγορία, λοιπόν, όσοι βιάστηκαν να τη χαρακτηρίσουν με βάση τις χαμηλές μισθολογικές αποδοχές, κατατάσσουν τους νέους εργαζόμενους για τους οποίους τα συστήματα εργασιακής και μισθολογικής εξασφάλισης του παρελθόντος έχουν μετασχηματιστεί σχεδόν καθολικά. Όμως είναι ζήτημα μισθού και μόνο;

 

Εδώ και 15 περίπου χρόνια, εκτός από την συνεχή υποτίμηση της εργατικής μας δύναμης, αυτό που τείνει να γενικευτεί είναι αυτό που μέχρι πριν θεωρούνταν εξαίρεση ή παρατυπία. Πιο απλά μιλάμε για την «μαύρη» ανασφάλιστη εργασία που σε κάποιους εργασιακούς τομείς είναι πλέον ο κανόνας. Μιλάμε για τα πτυχία που μόνο για την κορνίζα τελικά κάνουν. Μιλάμε για τις νέες μορφές ελαστικής απασχόλησης που επιλέγουν πολλοί νέοι και νέες υπό τον φόβο της ανεργίας. Μιλάμε για τα κρατικοδίαιτα και μη προγράμματα μερικής απασχόλησης (stage ΟΑΕΔ) και δια βίου εκπαίδευσης (σεμινάρια, εργασιακή επιμόρφωση κτλ.) που εμμέσως πλην σαφώς δείχνουν την τάση να θεσμοθετηθεί επίσημα η εργασιακή ελαστικότητα. Η δική μας, δηλαδή, αβεβαιότητα, το δικό μας στρες, το δικό μας τρέξιμο.

 

Θα ρωτήσει κανείς, γιατί πιο πριν τα πράγματα ήταν διαφορετικά; Πάλι δεν υπήρχαν αυτοί που δούλευαν όλη τους την ζωή, και ήταν στο τρέξιμο, και είχαν χίλια δυο ζόρια να φέρουν βόλτα; Ναι. Αυτοί πάντα υπήρχαν, μάλλον πάντα υπήρχαμε. Αυτό που μας διαφοροποιεί καθοριστικά από τις προηγούμενες γενιές είναι πως το κόστος αυτής της αβεβαιότητας αναγκαζόμαστε να το διαχειριστούμε όλο και περισσότερο μόνοι μας. Είτε γιατί το κράτος πρόνοιας και τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης μεταρρυθμίζονται είτε γιατί ο σύγχρονος τρόπος ζωής μας κάνει να κοιτάμε μόνο τους εαυτούς μας και να δίνουμε στα συλλογικά προβλήματα, ατομικές λύσεις.

 

Όμως η παραπάνω είναι μια μερική περιγραφή της πραγματικότητας. Εμείς θα ονομάζαμε αυτό που ζούμε επισφάλεια. Τόσο γιατί το μοντέλο εργασίας είναι επισφαλές, μα περισσότερο, γιατί αυτή η εργασιακή πραγματικότητα συγγενεύει απόλυτα με τις μορφές ζωής που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Και αυτές οι μορφές ζωής είναι όλο και πιο περιορισμένες σε χρόνο, όλο και πιο εξαρτημένες από τα αφεντικά, όλο και πιο αμφιλεγόμενες ως προς το νόημα του να δουλεύεις, όλο και πιο απαιτητικές από άποψη ατομικών δεξιοτήτων. Τελικά, όλο και πιο εγκλωβιστικές στο σχήμα «δουλειά – κατανάλωση – και στα σπίτια σας…»

 

Οι συνθήκες που καλούμαστε να ανταπεξέλθουμε ζητάνε όλο και περισσότερα κομμάτια του χρόνου μας που πριν ήταν έξω από το θεσμισμένο 8ωρο. Ζητάνε δεξιότητες τις οποίες τις έχουμε αποκτήσει μέσα από τις κοινωνικές μας συναναστροφές ή τις προσωπικές μας διαδρομές και ανάγκες. Ζητάνε από το σώμα και το μυαλό μας να είναι σε standby όλη τη διάρκεια της ημέρας, είτε δουλεύουμε είτε είμαστε άνεργοι και ψάχνουμε για δουλειά.

 

Θεωρούμε λοιπόν πως στο θολό τοπίο αυτής της νέας εργασιακής και υπαρξιακής συνθήκης πρέπει να βρεθούν τρόποι να αντισταθούμε. Πώς να αντισταθούμε όμως όταν τα συλλογικά οράματα, η αλληλεγγύη και οι εμπειρίες αγώνα του παρελθόντος, ειδικά για τους νέους εργαζόμενους, είναι κάτι που απλά δεν υπάρχει; Κι αν υπάρχει ακόμα, παραμένει αόρατο ή πλήρως καναλιζαρισμένο από «πολιτικές γραμμές» κομμάτων και εργατοπατέρων. Οι όποιες αρνήσεις στο χώρο εργασίας, ακόμα και αυτές που παίρνουν συλλογικά και επιθετικά χαρακτηριστικά, συνήθως χάνονται στο «όλοι εναντίον όλων» που επικρατεί στην αγορά εργασίας ή σε μερικά αιτήματα.. Αυτές τις αρνήσεις θα πρέπει να κάνουμε ορατές και να τις κυκλοφορήσουμε μεταξύ μας τόσο σαν εμπειρίες αγώνα όσο και σαν δυνατότητες οργάνωσης.

 

Έτσι για εμάς, αρχικά, αντίσταση σημαίνει να αρχίσουμε να συζητάμε, να μοιραζόμαστε τα προβλήματα μας, να κοιτάζουμε ποιοι είναι δίπλα μας και με ποιες βιώνουμε κοινές καταστάσεις ζωής. Αντίσταση σημαίνει να βγούμε από την κούρσα των ατομισμών, ή πιο απλά να σταματήσουμε να κοιτάμε την πάρτη μας και να αντιληφθούμε πως αυτό που συμβαίνει σε εμάς συμβαίνει και σε άλλους. Τα όποια προβλήματα βιώνουμε, μόνο από κοινού θα μπορέσουμε να τα ξεπεράσουμε. Αλλά το ξανάλεμε, πρώτα πρέπει να αρχίσουμε να συζητάμε για αυτά.

 

Οι επισφαλώς εργαζόμενοι/ες, όλοι όσοι καλούμαστε να επιβιώσουμε στις νέες εργασιακές συνθήκες, λόγω της εργασιακής κινητικότητάς ή ακόμα και του ότι δεν αποτελούμε μια συμπαγή κοινωνική φιγούρα με κοινή καταγωγή και κοινές ανάγκες σε ένα πρώτο βαθμό, δύσκολα μπορούμε να εκπροσωπηθούμε μέσα από τις συμπαγείς και παραδοσιακές μορφές οργάνωσης του εργατικού κινήματος. Συνδικάτα, σωματεία κτλ. Αυτό δεν σημαίνει ότι τέτοια σχήματα δεν μας βοηθούν να βελτιώσουμε την θέση μας ή να αγωνιστούμε μαζί με άλλους για κάποια στοιχειώδη αιτήματα. Όμως πάρτε το παράδειγμα κάποιας ή κάποιου που αλλάζει δουλειές ή εργοδότες κάθε εξάμηνο. Πότε να προλάβει να κοινωνικοποιηθεί, πότε να προλάβει να συζητήσει, πότε να προλάβει να οργανωθεί; Και τέλος πάντων, έτσι όπως έχουν φτάσει τα πράγματα σε σχέση με το πόσα μπορούν να ανεχτούν οι εργοδότες (όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε τις απειλές, τους εκφοβισμούς, τις απολύσεις κτλ. όταν τολμήσει να υψώσει κάποιος φωνή), πώς θα διεκδικήσουμε τα αυτονόητα; Πώς θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μορφές συλλογικότητας και αγώνα που να σπάνε τον τσαμπουκά των μικρών ή μεγάλων αφεντικών, των εταιριών, του κράτους; Τέλος, πώς θα καταφέρουμε να λιποτακτήσουμε από την εξάρτηση μας από το μισθό και άρα από την εργασία;;;

 

Το εντυπάκι που κρατάτε στα χέρια σας επιθυμεί να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση. Την ανάδειξη δηλαδή της επισφαλούς ζωής στη δημόσια συζήτηση, την ανάδειξη των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε τόσο ως εργαζόμενοι όσο και ως γενικότερα δέσμιοι ενός συστήματος που μας κλέβει το χρόνο και τα όνειρα μας. Θέλουμε να μιλήσουμε και ονειρευτούμε συλλογικά κάτι περισσότερο από το τι δουλειά θα κάνουμε τον άλλο μήνα ή πόσα λεφτά χρωστάμε εδώ και εκεί…

 

Για επικοινωνία :

e-mail : episfaleia@episfaleia.gr

τηλ: 6978338511


Επισφάλεια, κινητικότητα και μετανάστευση

20 Μαρτίου, 2008

Τα τελευταία χρόνια πολλοί άνθρωποι στην Ευρώπη έχουν αρχίσει να οργανώνονται γύρω από την έννοια της επισφάλειας. Η επισφάλεια έχει προκύψει από τη μεγενθυνόμενη πραγματικότητα της περιστασιακής, ευέλικτης, εποχιακής εργασίας, καθώς και από τη διάβρωση των παραδοσιακών θεσμών που παρείχαν μια αίσθηση ασφάλειας στον πολίτη, όπως η δημόσια υγεία, οι συντάξεις, η μόνιμη σταθερή εργασία, τα συνδικάτα κλπ. Είναι μια συνθήκη η οποία επιβάλλεται όλο και περισσότερο σε πολλούς ανθρώπους κυρίως νέους, αλλά όχι μόνο. Παράλληλα υπάρχουν κάποιοι για τους οποίους το «ζειν επισφαλώς» δεν είναι απλά μια αδιέξοδη πραγματικότητα αλλά αποτελεί μια επιλογή ζωής για την οποία αξίζει να αγωνίζεσαι συλλογικά για να λειτουργήσεις μέσα σε αυτήν.

Η συνθήκη της επισφάλειας διαμορφώθηκε ιστορικά ως απάντηση του κεφαλαίου στο αίτημα των εργαζομένων της δεκαετίας του ’70 για περισσότερο ελεύθερο χρόνο και ευελιξία σε αντιπαράθεση με το ιδανικό της μίας σταθερής δουλειάς για μια ολόκληρη ζωή. Γι’ αυτό τον λόγο η επισφάλεια δε συνδέεται με τη μόνιμη εργασία, τη σταθερή στέγαση αλλά με μια συνθήκη μεταβολής και κινητικότητας. Όλο αυτό έχει δύο όψεις, μία αρνητική και μία θετική.

Από τη μια μεριά η έννοια της επισφάλειας περιγράφει τη μεταβολή από μια σταθερή, εξασφαλισμένη, μόνιμη εργασία σε συνθήκες κακοπληρωμένης, αβέβαιης εργασίας. Με αυτή την οπτική η έννοια της επισφάλειας εστιάζει στην αδυναμία του να αποφασίζει κανείς για το βαθμό σιγουριάς που θέλει να έχει στην ζωή του και κατ’ επέκταση στο κατά πόσο είναι ελεύθερος να παίρνει τις αποφάσεις που τον αφορούν. Από την άλλη μεριά, η επισφάλεια, μέσα στην αβεβαιότητα που τη διακρίνει, δημιουργεί τις συνθήκες για νέες μορφές δημιουργικής οργάνωσης των ανθρώπων που επιζητούν να δεχτούν και να εκμεταλλευθούν την εγγενή ευελιξία των κοινωνικών και παραγωγικών δικτύων. Εκεί μπορεί να εντοπίσει κανείς ένα ελπιδοφόρο ποιοτικό χαρακτηριστικό. Βλέπουμε ότι αυτό που απασχολεί έναν νέο που ζει σε επισφαλείς συνθήκες δεν είναι τόσο πολύ αν θα πάρει μισό ευρώ παραπάνω ή αν απλά θα εργάζεται σώνει και καλά ασφαλισμένος. Όλα αυτά είναι σίγουρα σημαντικά, δεν υπάρχει αμφιβολία. Όμως παρατηρούμε ότι τα βαθύτερα ερωτήματα και ανησυχίες που υπάρχουν σε νέο κόσμο γύρω μας «που συναντάνε τα δύσκολα», που αρχίζει να επισφαλειοποιείται η ζωή τους, έχουν να κάνουν με το «κατά πόσο μπορεί να είναι κανείς δημιουργικός με αυτά που κάνει», «να βρίσκει μία προοπτική, ένα νόημα», με δύο λόγια να νοιώθει ότι είναι ελεύθερος να οικειοποιηθεί το χρόνο της ζωής του. Σε αυτά τα ερωτήματα βρίσκονται οι δυνατότητές μας. Με αυτή την έννοια η επισφάλεια είναι κάτι παραπάνω από μία θέση στην αγορά εργασίας και διατρέχει ένα ευρύ φάσμα εργασιακών θέσεων, τρόπων ζωής και υπαρξιακών φιγούρων.

Η φιγούρα του μετανάστη χωρίς χαρτιά είναι παραδειγματική μιας τέτοιας κατηγορίας, αφού η προσωρινή, εποχιακή, ανασφαλής συνθήκη εργασίας αποτελεί κανόνα ζωής. Επιπλέον η απόφαση του μετανάστη να ζει σε συνθήκες συνεχόμενης κινητικότητας δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με οικονομικούς όρους π.χ την ανάγκη για υψηλότερους μισθούς. Η απόφαση για μετανάστευση σημαίνει σημαντικές ψυχολογικές και συναισθηματικές θυσίες, όπως η απομάκρυνση από τα αγαπημένα πρόσωπα και την ασφάλεια που προσφέρουν, ριζικές αποφάσεις που αποκόπτουν έναν άνθρωπο από τους δεσμούς του παρελθόντος του και τον βάζουν σε έναν αγώνα για κοινωνική προσαρμογή σε συνθήκες εθνικών διαχωρισμών, ρατσισμού και ξενοφοβίας. Μια τέτοια απόφαση εμπεριέχει την βαθύτερη θέληση για μια καλύτερη ζωή και έχει την προοπτική να αποτελέσει μια δημιουργική κοινωνική δύναμη που έμπρακτα ξεπερνάει τους περιορισμούς που θέτουν τα εθνικά συμφέροντα, τα κράτη και τα σύνορα.

Και τα ξεπερνάει τη στιγμή που το κράτος έχει επιστρατεύσει ένα πρωτοφανές σύστημα ελέγχου συνόρων (φράχτες, κάμερες, νάρκες, λιμενικό, προπαγάνδα, οικονομικά κίνητρα για τις χώρες πομπούς) και τεχνολογία του εγκλεισμού (στρατόπεδα κράτησης που λειτουργούν σαν μικρά Γκουαντάναμο) για να ελέγξει τις ροές της μεταναστευτικής εργασίας. Επίσης εκμεταλλεύεται κάθε δυνατό επιχείρημα για να δικαιολογήσει τα εμπόδια που βάζει στην κίνηση των μεταναστών, από τη σχετική με τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπολέμηση του trafficking μέχρι την προστασία του περιβάλλοντος. Οι μετανάστες όλο και περισσότερο αναγκάζονται να ακολουθούν μεταναστευτικές οδούς που είναι μακρύτερες και πιο επικίνδυνες και αυτό συμβαίνει σε μία περίοδο που η υποτίμηση και η επισφαλειοποίηση που χαρακτηρίζουν την μεταναστευτική εργασία τείνουν να εγκολπώνουν την εργασία ως ολότητα. Η κινητικότητα των μεταναστών είναι μία από της όψεις της ευελιξίας του καπιταλισμού σήμερα.

Επιπλέον σε αυτό το σημείο έχει ενδιαφέρον να δούμε ένα επιχείρημα του γάλλου οικονομολόγου Moulier Boutang το οποίο ανάγει το ζήτημα της μεταναστευτικής κινητικότητας σε πρωτεύουσας σημασίας για τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Σύμφωνα με τον Βoutang oι μορφές δεσμευμένης και υποδουλωμένης εργασίας π.χ η σκλαβιά κάθε άλλο παρά έχουν εξαλειφθεί στη σύγχρονη εποχή. Έπαιζαν και συνεχίζουν να παίζουν βασικό ρόλο στην καπιταλιστική συσσώρευση καθώς προκύπτουν από την προσπάθεια του κεφαλαίου να ελέγξει τη φυγή των εργατών. Έτσι καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στις μέρες μας η προσπάθεια ελέγχου της μεταναστευτικής κινητικότητας αποτελεί την κινητοποιούσα δύναμη του καπιταλιστικού συστήματος το οποίο, γι’ αυτό το σκοπό, έχει δημιουργήσει μία σειρά διοικητικών μηχανισμών όπως τα στρατόπεδα κράτησης μεταναστών.

Ανακεφαλαιώνοντας παρατηρούμε ότι η επισφάλεια δεν είναι μία παγιωμένη ταυτότητα συνδεδεμένη μόνο με την εργασία αλλά αποτελεί μία εξελισσόμενη συνθήκη, η οποία επεκτείνεται σε έναν αριθμό εργασιακών πρακτικών καθιστώντας ευρύτερα τις κοινωνικές σχέσεις ως επισφαλείς. Τέτοιες σχέσεις συναντάμε ιδιαίτερα έντονες στην φιγούρα του μετανάστη χωρίς χαρτιά και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να το υπογραμμίσουμε, όχι για να εφεύρουμε ένα νέο επαναστατικό υποκείμενο ή το εξέχον κοινωνικό κομμάτι της επισφάλειας, αλλά για να ψηλαφίσουμε τις συνδέσεις, συμμαχίες και δεσμούς μεταξύ κοινωνικών ομάδων που διαφορετικά φαίνονται να είναι διαχωρισμένες.


Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ FLEXICURITY

20 Μαρτίου, 2008

«Κάτι σάπιο υπάρχει στο Βασίλειο της Δανημαρκίας»
Άμλετ, Πράξη
i, σκηνή iv

Εισαγωγή στη flexicurity

Σ

τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 οι σοσιαλδημοκράτες στη Δανία επεδίωξαν για πρώτη φορά να συνδέσουν δύο φαινομενικά αντιτιθέμενες τάσεις, την ευελιξία και την ασφάλεια της εργασίας. Την πολιτική αυτή την ονόμασαν flexicurity (ακρωνύμιο των όρων flexible-ευελιξία & security-ασφάλεια) και το μοντέλο χειροκροτήθηκε για την επιτυχία του από αφεντικά και συνδικάτα καθώς τα αποτελέσματά του ήταν θεαματικά, μέσα σε μια δεκαετία αυξήθηκαν τα ποσοστά απασχόλησης και η ανεργία από 12% μειώθηκε σε 5% (όταν σε χώρες με φιλεργατική –άκαμπτη- νομοθεσία π.χ. Γαλλία είναι στο 10%). Το δανέζικο μοντέλο flexicurity, το οποίο το αποκαλούνε και «χρυσό τρίγωνο» βασίζεται στα εξής τρία στοιχεία: πρώτον στη μεγάλη επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα των εργαζομένων, δεύτερον στο διευρυμένο σύστημα κοινωνικής προστασίας, με υψηλά επιδόματα ανεργίας και τρίτον στη δια βίου εκπαίδευση.

Ω

στόσο όσοι χειροκροτούν το παραπάνω μοντέλο δεν μας λένε ότι η Δανία μέσω της flexicurity πέτυχε τη λεγόμενη «δημιουργική καταστροφή», αφού περίπου 3000 επιχειρήσεις κλείνουν ή φεύγουν από τη χώρα ετησίως, το 30% του εργατικού δυναμικού αλλάζει εργασία κάθε χρόνο, το 67% των εργαζόμενων δουλεύει σε θέσεις επισφαλούς εργασίας (προσωρινή, μερική, εποχιακή κτλ), υπάρχει πλήρης ελευθερία στις προσλήψεις και τις απολύσεις, ο εργαζόμενος δεν παίρνει αποζημίωση όταν απολυθεί και το πρότερο πανίσχυρο συνδικαλιστικό κίνημα κάμφθηκε σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά έχουν ανάγει το πακέτο της flexicurity στη νέα ελκυστική προσφορά στο super market ιδεών της Ε.Ε. και εμφανίζεται πλέον ως πανάκεια για πάσα νόσο. Όπου εφαρμόζεται τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Σε χώρες, όπως η Ολλανδία και η Γερμανία, όπου το σύστημα εφαρμόζεται πιλοτικά εδώ και μια πενταετία, παρατηρήθηκαν μαζικές απολύσεις εργαζομένων καθώς οι επιχειρήσεις άρπαξαν την ευκαιρία να μειώσουν ανέξοδα το κόστος παραγωγής και μετά, εφόσον χρειαστεί, να επαναπροσλάβουν μισθωτούς δούλους. Εργαζόμενοι οι οποίοι δούλευαν στην ίδια θέση για δεκαετίες εκβιάστηκαν να υπογράψουν με καινούριους όρους για να διατηρήσουν τη θέση τους ενώ αρκετοί άλλοι απολύθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς την παραμικρή χρονικά προειδοποίηση.

Έ

τσι φτάνουμε λοιπόν στο Νοέμβριο του 2007 που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά από μια δεκαετία ανεπιτυχών προσπαθειών για εργατική μεταρρύθμιση (πράσινη βίβλος) υιοθέτησε τελικά την πρόταση της σοσιαλιστικής ομάδας (έκθεση Προτασίεβιτς) για την εφαρμογή της flexicurity σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. έως το 2012. Ο στρατηγικός στόχος της flexicurity είναι ο εκσυγχρονισμός της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας και η κατάργηση των υπερπροστατευτικών εθνικών νομοθεσιών[1] με εργαλεία την προώθηση των απολύσεων στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και τη μετακύληση του κόστους προστασίας των νέων ανέργων στο κοινωνικό σύνολο. Ταυτόχρονα αναδεικνύεται ως βασική κατεύθυνση της Ε.Ε. μέσω της flexicurity η αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η εξασθένηση του ρόλου των συνδικάτων και η καθιέρωση των ατομικών συμβάσεων, η οποία θα προσφέρει στα αφεντικά ακόμα μεγαλύτερη δύναμη για απολύσεις χωρίς αιτιολόγηση, ενώ θα αποδυναμωθεί ριζικά η δυνατότητα συνδικαλιστικής οργάνωσης.

Σ

υγκεκριμένα, τι περιλαμβάνει λοιπόν η flexicurity: κατάργηση στο ήμισυ των μόνιμων θέσεων εργασίας έως το 2012, μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης, καταβολή αποζημίωσης ανεξάρτητα από την προϋπηρεσία, άρση του αιτιολογημένου χαρακτήρα των απολύσεων, μείωση του χρόνου προειδοποίησης για τις απολύσεις σε πέντε μέρες, μείωση του μέσου χρόνου παραμονής ενός εργαζόμενου σε έναν εργοδότη κάτω από 5 χρόνια, αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων, περιορισμός των διοικητικών υποχρεώσεων στις περιπτώσεις των ομαδικών απολύσεων, αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, αύξηση του εβδομαδιαίου ανώτατου χρόνου εργασίας σε 65 ώρες. Απέναντι σε αυτής της μορφής την ευελιξία προτείνεται, προαιρετικά βέβαια, η καθιέρωση ενός συστήματος ασφάλειας που αφορά στους όρους διαχείρισης της ανεργίας. Αυτό υποτίθεται ότι σημαίνει υψηλά επιδόματα ανεργίας, σε χρήμα και σε διάρκεια και ενισχυμένα προγράμματα για την κατάρτιση και επανακατάρτιση του εργατικού δυναμικού.
Ταυτόχρονα η έννοια της ευελιξίας επεκτείνεται σε όλο το φάσμα των εργασιακών σχέσεων από την πρόσληψη μέχρι τους όρους της απόλυσης και φυσικά το χρόνο αλλά και τον τόπο εργασίας, όπως επίσης και τη μισθολογική μεταχείριση των εργαζομένων. Ο εργαζόμενος χάνει την εγγύηση της σταθερότητας που του παρέχει το εργατικό δίκαιο, το οποίο αποκτά χαρακτηριστικά εμπορικού δικαίου[2] αλλά υποτίθεται ότι κερδίζει την εγγύηση ενός ελάχιστου εισοδήματος (επιδόματα ανεργίας) και άλλες φορές τη δια βίου μάθηση και κατάρτιση κατά τη διάρκεια των μεταβατικών περιόδων εργασίας του.

Τι κρύβεται πίσω από την παραπλανητική flexicurity

Έ

νας νέος «μεγάλος μετασχηματισμός» είναι προ των πυλών. Στο πλαίσιο των επιχειρούμενων αλλαγών η έννοια της flexicurity, αποτελεί κεντρική επιλογή για την Ε.Ε. και πρόκειται για ένα μοντέλο easy hiringeasy firing – εύκολης εισόδου και ακόμα πιο εύκολης απόλυσης. Ωστόσο η κατ’ ουσίαν ισορροπία ανάμεσα στους δύο πόλους, την ευελιξία και την ασφάλεια, φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη στην πράξη, αν όχι αδύνατη. Πόσο μάλλον όταν από τις διαφαινόμενες προθέσεις η ευελιξία συνιστά προτεραιότητα (αποτελεί άλλωστε και το πρώτο συνθετικό του όρου flexicurity) η δε ασφάλεια μάλλον αποτελεί το ζητούμενο ή, για ορισμένους, το εύπεπτο υλικό προκειμένου να ενισχυθεί η ευελιξία και να συγκεντρώσει με το μέρος της τις μέγιστες δυνατές συναινέσεις.

Θ

εωρητική βάση της flexicurity είναι πως ο εργαζόμενος δε γνωρίζει πια ότι «έχει μια δουλειά», με την έννοια της μονιμότητας, αλλά ότι διαρκώς θα πρέπει να «αναζητά μια δουλειά». Ωστόσο το νέο με την flexicurity δεν είναι τόσο η θεσμική κατοχύρωση και διόγκωση της προσωρινότητας της εργασίας (που, σε τελική ανάλυση, με μια μικρή εξαίρεση στα μέσα του 20ου αιώνα ήταν πάντα προσωρινή), αλλά η διάλυση του ατόμου ως ενεργού υποκειμένου, η διάλυση δηλαδή της εργατικής διαπραγματευτικής δύναμης. Με την flexicurity οδηγούμαστε από την ασφάλεια της «θέσης εργασίας» στην προστασία «μιας θέσης εργασίας» και από το «κράτος πρόνοιας» ως απόρροια των συλλογικών κοινωνικών αγώνων στο επιλεκτικό «κράτος στοργής» ατομικοτήτων χωρίς πολιτική ή εργατική ταυτότητα. Θέλουν να μας πείσουν ότι περνάμε σε μια εποχή που το μόνο που μετράει είναι ο χρόνος, ο αποπροσωποποιημένος χρόνος χωρίς δικαιώματα και απαιτήσεις. Το κεφάλαιο αγοράζει πακέτα χρόνου και οι άνθρωποι εκλαμβάνονται ως αποπροσωποποιημένες μηχανές σώματος που ανά πάσα στιγμή όταν τα καλέσουν, με μια κλήση στο κινητό, θα είναι πάντα εκεί έτοιμα και διαθέσιμα να δουλέψουν.

Μ

ε αλλά λόγια η κινητικότητα, η περιπλάνηση, η αβεβαιότητα, η προσωρινότητα γίνονται τα όπλα για μια νέου τύπου πειθάρχηση των εργαζόμενων. Η ευελιξία γίνεται η λέξη κλειδί τόσο στα νέα παραγωγικά μοντέλα, όσο και στο τρόπο ζωής των εργαζόμενων. Την θέση του «εξασφαλισμένου» εργάτη του φορντισμού παίρνει ο ευπροσάρμοστος ευέλικτος εργάτης του μεταφοντισμού ο οποίος πρέπει συνεχώς να ανανεώνει τις εργασιακές του ικανότητες, να κινείται ανάμεσα στα διάφορα στάδια της παραγωγής, να συνεργάζεται παίρνοντας μέρος σε ομάδες εργασίας και κύκλους ποιότητας, για την βελτίωση της παραγωγικής μονάδας, εσωτερικεύοντας την επιτυχία ή την αποτυχία της επιχείρησης. Και βέβαια κάτω από μια διαρκή ανασφάλεια για το εάν μπορεί να ανταποκριθεί στα πολύπλευρα καθήκοντά του, καθώς η ανεργία καραδοκεί.

Ε

πιπλέον με την προώθηση της flexicurity θα διογκωθεί το φαινόμενο σε μια επιχείρηση, οι εργαζόμενοι να έχουν τόσες διαφορετικές σχέσεις εργασίας, αμοιβές, εργοδότες, που είναι δύσκολο να ανακαλύψουν μια κοινότητα συμφερόντων, να συγκεκριμενοποιήσουν τις διεκδικήσεις, να οριοθετήσουν τον αντίπαλο και τους τρόπους αντίστασης και αγώνα. Ταυτόχρονα η νεοδαρβινική αντίληψη του flexicurity στηρίζεται στο αξίωμα πως οι άνθρωποι πρέπει να ζουν από την εργασία τους και όχι από τις κοινωνικές παροχές. Ο στόχος είναι η ώθηση στην απασχόληση του συνόλου του πληθυσμού ανεξάρτητα των όρων της εργασίας αρκεί να επιτευχθεί η προσέγγιση του ποσοτικού στόχου.

«Κάτι βρωμάει όμως.. κάτι σκοτεινό, κάτι ύπουλο. Το άρωμα της αυταπάτης και της ψευδαισθησιακής πραγματικότητας, το άρωμα της επιφανειακής αισιοδοξίας, κι ενός ήλιου που δεν δύει ποτέ.» Άμλετ, Πράξη i, σκηνή iv

Δ

ια βίου μάθηση, κοινωνική συνοχή, βιώσιμη απασχόληση, ισότητα ευκαιριών μια σειρά από όμορφες λεξούλες προσπαθούν να μας πείσουν ότι η ευελιξία με ασφάλεια αποτελεί επένδυση για τις ανάγκες μας. Εμείς δεν εξαπατόμαστε από τα μεγάλα λόγια, δε θα μας κοροϊδέψουν με νέες λέξεις.

Κάτι βρωμάει λοιπόν όχι μόνο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, αλλά σε όλη την Ευρώπη κάτι έρπον και ζοφερό, διεισδύει μέσα στις θρυμματισμένες συλλογικότητες, αποικεί τις σχέσεις των ανθρώπων παρέχοντας σιγουριά και ασφάλεια σε κράτη και αφεντικά. Ότι ίσχυε έως σήμερα για μετανάστες και επισφαλείς εργαζόμενους επεκτείνεται σαν καρκίνωμα μολύνοντας σταδιακά το σύνολο των θέσεων εργασίας καθώς νομιμοποιούνται πλέον οι εκβιασμοί, οι απλήρωτες υπερωρίες, τα κλεμμένα ένσημα, τα ελαστικά ωράρια, οι κουτσουρεμένες άδειες, οι καθηλωμένοι μισθοί. Εμπειρίες γνωστές σε όλους μας από προσωρινές εργασίες θα γίνουν ο κανόνας για το σύνολο των θέσεων εργασίας. Η δυσοσμία της αέναης επισφαλούς εργασίας ήδη πνέει και όλοι τη μυρίζουμε, καιρός λοιπόν να οργανωθούμε…

«κάτι βρωμάει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας σας λέω.. κάτι σάπιο, κάτι πεθαμένο εδώ και καιρό…» Άμλετ, Πράξη i, σκηνή iv


χρήσιμα websites

· flexicurity στο wikipedia

http://en.wikipedia.org/wiki/Flexicurity

· flexicurity στην Ε.Ε.

α) http://ec.europa.eu/employment_social/employment_strategy/flex_meaning_en.htm

β)European Parliament resolution of 29 November 2007 on Common Principles of Flexicurity http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?type=TA&reference=P6-TA-2007-0574&language=EN&ring=A6-2007-0446

– μελέτες

· Flexicurity: A New Paradigm for Labour Market Policy Reform? T Wilthagen

· http://skylla.wzberlin.de/pdf/1998/i98-202.pdf

· The Danish Model of “Flexicurity”–A Paradise with some Snakes PK Madsen http://www.eurofound.europa.eu/ewco/employment/documents/madsen.pdf

· Atypical Employment and Flexicurity Berndt Keller http://ideas.repec.org/a/mro/mamere/v16y2005i3p304-323.html

· Flexicurity—the German trajectory B Keller, H Seifert http://www.boeckler.de/pdf/wsi_seifert_transfer_02_2004.pdf

· Towards “flexicurity”?: balancing flexibility and security in EU member states http://www.tilburguniversity.nl/faculties/law/research/flexicurity/publications/papers/fxp2003_3.pdf


[1] απόσπασμα από την εισηγητική έκθεση

[2] το πράσινο βιβλίο για τις εργασιακές σχέσεις και η flexicurityΓιάννης Κουζής http://www.inegsee.gr/pdxb/seminaria.htm


Μια φορά ήταν ένα Ταμείο

20 Μαρτίου, 2008

Μια φορά ήταν ένα Ασφαλιστικό Ταμείο. Το έφτιαξαν οι εργαζόμενοι και έβαζαν λεφτά σε αυτό για να έχουν ασφάλιση. Το Κράτος που κατάλαβε πόσο δυνατοί ήταν οι εργαζόμενοι για να φτιάξουν δικό τους Ταμείο, είπε: «βρε δεν τους το αναγνωρίζω, και συνάμα δεν τους το διοικώ;» Και έτσι έγινε. Οι εργαζόμενοι δέχτηκαν την αναγνώριση του Κράτους, δέχτηκαν και τη διοίκηση του Ταμείου τους από το Κράτος.

 

Αλλά το Κράτος κρατούσε τα λεφτά του Ταμείου και δεν τα τόκιζε, και ο πληθωρισμός ροκανούσε τα λεφτά. Και μετά το Κράτος σκέφτηκε: «βρε δεν τα αξιοποιώ τα λεφτά;» και πήρε τα λεφτά του Ταμείου και τα έδινε σε δάνεια στους εργοδότες «για να αναπτυχθούν οι επιχειρήσεις και η εθνική οικονομία». Και μετά σκέφτηκε: «ρε δεν τα επενδύω ακόμα παρά πέρα;». Και τα έχωσε τα λεφτά στο Χρηματιστήριο. Και ταυτόχρονα είπε: «γιατί τώρα να τρέχω να μαζεύω εισφορές για το Ταμείο, ασ’ τους ανασφάλιστους, πιο φτηνοί και ήσυχοι είναι». Και στις οικοδομές, στα μπαρ, στα φροντιστήρια και αλλού ο κόσμος –ξένος ή ντόπιος- δούλευε δούλευε… αλλά δεν έπαιρνε ένσημο. Και άρχισε ο κόσμος να σκέφτεται για το ένσημο που δεν έπαιρνε: «και τί να το κάνω το ένσημο; Αφού ούτε σε σύνταξη της προκοπής θα βγω, και πότε θα βγω αν βγω, και ούτε η περίθαλψη της προκοπής δεν είναι, και και και…». Και έτσι το Ταμείο ήταν μείον, μείον στα μάτια του κόσμου προπαντός και όχι στα λεφτά που είχε μέσα.

 

Και αν αυτό σας ακούγεται σαν χαζό παραμύθι, να ξέρετε πως είναι η πραγματικότητα. Και τώρα μας θυμήθηκαν πάλι, για να μας πουν να κάνουμε «θυσίες για να σωθεί το Ταμείο». Αλλά από θυσίες τελειώσαμε. Γιατί ούτε λεφτά για το άλλο το Ταμείο –ξέρετε εσείς- το ιδιωτικό, δεν έχουμε, γιατί ούτε αντοχές έχουμε, και επειδή μας χρωστάτε και πολλά αλλά, να ξέρετε ότι θα τα ζητήσουμε: τα ένσημα, τα λεφτά, τον χρόνο, τη ζωή, τον κόσμο ολάκερο…


Παίζοντας ένα παιχνίδι στις μονότονες διαδρομές της πόλης

20 Μαρτίου, 2008

Οι διαδρομές που ακολουθούμε σε αυτό που ονομάζουμε καθημερινότητα αν κάτσουμε και το σκεφτούμε είναι πολύ συγκεκριμένες. Ο δρόμος προς την εργασία, ο δρόμος προς το σπίτι, ο δρόμος προς την κατανάλωση προϊόντων και σχέσεων. Οι δρόμοι της πόλης είναι σαφώς διαμορφωμένοι με βάση τα παραπάνω. Και οι διαδρομές της ζωής μας καθορισμένες στα συγκεκριμένα μονοπάτια. Δεν υπάρχει χρόνος για να σκεφτούμε νέες διαδρομές μακριά από αυτές που βρίσκεται η εργασία και η κατανάλωση. Οι τόποι της εργασίας και της κατανάλωσης είναι μέσα σε ένα τετράγωνο. Αυτό που έχει αλλάξει είναι πως υπάρχει μια πιο έντονη κινητικότητα μέσα σε αυτό. Οι ελαστικές συνθήκες εργασίας τι αφήνουν ίδιο και τι αλλάζουν; Αυτό που αλλάζει είναι ότι αύξησαν τις διαδρομές μέσα σε αυτό το τετράγωνο. Αυτό που μένει ίδιο είναι ότι οι δρόμοι είναι συγκεκριμένοι. Ο δρόμος προς την εργασία, ο δρόμος προς το σπίτι, ο δρόμος προς την κατανάλωση προϊόντων και σχέσεων. Η κινητικότητα λοιπόν που μας επιβάλει η ελαστική εργασία απλά παίζει με τα ποσοστά. Έχουμε 24 ώρες… τί ποσοστό καταλαμβάνουν οι διαδρομές μας; Αν κάνουμε έναν πρόχειρο υπολογισμό τότε θα δούμε ότι χρωστάμε κάτι ώρες , σε ποιόν δεν ξέρουμε…

Θα μιλήσουμε για ένα παιχνίδι που επιδιώκει να σπάσει τις μονότονες διαδρομές της πόλης. Η ελαστική εργασία αυτό που έκανε απλά αύξησε τις συνηθισμένες, τις συγκεκριμένες διαδρομές. Είμαστε πρωταγωνιστές σε ένα έργο που τώρα παίζεται στο γρήγορο. Επαναλαμβανόμενα trailer συνθέτουν ένα όμορφο 24ωρο.Και αυτό που μένει είναι ότι δεν υπάρχει χρόνος για να συνειδητοποιήσουμε την κατάσταση. Αλλά ακόμη και όταν γίνει αυτό οι διαδρομές δεν συναντιούνται. Η κινητικότητα μέσα στην πόλη είναι ατομική ,επιθετικά ατομική. Υπάρχουν σημεία που οι διαδρομές τέμνονται αλλά για λίγο μέχρι να βρεθεί η επόμενη δουλειά .

Τι είναι αυτό το παιχνίδι λοιπόν που θέλουμε να παίξουμε?

Για την ακρίβεια το παίζουμε ήδη….

Φύγαμε από τις συγκεκριμένες δικές μας διαδρομές με σκοπό να μοιράσουμε αυτό το έντυπο. Για να είμαστε ειλικρινείς απλά μπήκαμε σε μονότονες διαδρομές άλλων που είτε υπήρξαν και δικές μας ,είτε θα υπάρξουν . Ίσως όμως και να μην υπάρξουν ή να μην υπήρξαν. Το θέμα όμως εδώ είναι ότι αυτές οι διαδρομές υπάρχουν γενικότερα και στέκονται επιθετικά απέναντί μας. Ωραία λοιπόν και τι σκοπό έχει αυτό το παιχνίδι?

Αυτό τα έντυπο γράφει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μας για αυτές τις διαδρομές. Η διαδρομή που κάναμε για να δώσουμε τα έντυπα αυτά μας έβγαλαν από τις δικές μας .

Θα αναρωτηθεί κάποιος καλά αυτό είναι το παιχνίδι ?Και πως αυτό το παιχνίδι σπάει τις μονότονες διαδρομές? Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι εμείς απλά επιλέξαμε να παίξουμε…