Μια φορά ήταν ένα Ταμείο

Μια φορά ήταν ένα Ασφαλιστικό Ταμείο. Το έφτιαξαν οι εργαζόμενοι και έβαζαν λεφτά σε αυτό για να έχουν ασφάλιση. Το Κράτος που κατάλαβε πόσο δυνατοί ήταν οι εργαζόμενοι για να φτιάξουν δικό τους Ταμείο, είπε: «βρε δεν τους το αναγνωρίζω, και συνάμα δεν τους το διοικώ;» Και έτσι έγινε. Οι εργαζόμενοι δέχτηκαν την αναγνώριση του Κράτους, δέχτηκαν και τη διοίκηση του Ταμείου τους από το Κράτος.

 

Αλλά το Κράτος κρατούσε τα λεφτά του Ταμείου και δεν τα τόκιζε, και ο πληθωρισμός ροκανούσε τα λεφτά. Και μετά το Κράτος σκέφτηκε: «βρε δεν τα αξιοποιώ τα λεφτά;» και πήρε τα λεφτά του Ταμείου και τα έδινε σε δάνεια στους εργοδότες «για να αναπτυχθούν οι επιχειρήσεις και η εθνική οικονομία». Και μετά σκέφτηκε: «ρε δεν τα επενδύω ακόμα παρά πέρα;». Και τα έχωσε τα λεφτά στο Χρηματιστήριο. Και ταυτόχρονα είπε: «γιατί τώρα να τρέχω να μαζεύω εισφορές για το Ταμείο, ασ’ τους ανασφάλιστους, πιο φτηνοί και ήσυχοι είναι». Και στις οικοδομές, στα μπαρ, στα φροντιστήρια και αλλού ο κόσμος –ξένος ή ντόπιος- δούλευε δούλευε… αλλά δεν έπαιρνε ένσημο. Και άρχισε ο κόσμος να σκέφτεται για το ένσημο που δεν έπαιρνε: «και τί να το κάνω το ένσημο; Αφού ούτε σε σύνταξη της προκοπής θα βγω, και πότε θα βγω αν βγω, και ούτε η περίθαλψη της προκοπής δεν είναι, και και και…». Και έτσι το Ταμείο ήταν μείον, μείον στα μάτια του κόσμου προπαντός και όχι στα λεφτά που είχε μέσα.

 

Και αν αυτό σας ακούγεται σαν χαζό παραμύθι, να ξέρετε πως είναι η πραγματικότητα. Και τώρα μας θυμήθηκαν πάλι, για να μας πουν να κάνουμε «θυσίες για να σωθεί το Ταμείο». Αλλά από θυσίες τελειώσαμε. Γιατί ούτε λεφτά για το άλλο το Ταμείο –ξέρετε εσείς- το ιδιωτικό, δεν έχουμε, γιατί ούτε αντοχές έχουμε, και επειδή μας χρωστάτε και πολλά αλλά, να ξέρετε ότι θα τα ζητήσουμε: τα ένσημα, τα λεφτά, τον χρόνο, τη ζωή, τον κόσμο ολάκερο…

Σχολιάστε